Η Σώτια Τσώτου γεννήθηκε στις 14 Μαΐου 1942 στη Λιβαδειά. Είναι το 5ο παιδί της οικογένειας του αγωνιστή του ΕΛΑΣ Γιώργου Κρανιώτη, που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς μπροστά στο σπίτι του το Σεπτέμβρη του 1943. Το μένος των Γερμανών κατά του Γ. Κρανιώτη τους οδήγησε και στην πυρπόληση του σπιτιού του, με αποτέλεσμα να μείνει η οικογένεια του στο δρόμο. H γυναίκα του Ειρήνη, τρομοκρατημένη από τις βιαιότητες των Γερμανών χάθηκε από τους δικούς της, αγνοούμενη μέχρι το 1950, οπότε βρέθηκε να νοσηλεύεται στο Νοσοκομείο της Βούλας. Η δραματική περιπέτεια της οικογένεια της είχε ως αποτέλεσμα τη φυγή της μικρής Σώτιας.
Οι αδελφές Ιορδανού, συγγενείς της μάνας της, την έφεραν, τότε 2 ετών, στην Αθήνα όπου υιοθετήθηκε από οικογένεια εύπορων μικροαστών, του Χαράλαμπου και Δέσποινας Τσώτου. Φοίτησε στο Ιδιωτικό Δημοτικό Σχολείο «Μαρσέλου» και στη συνέχεια στο Α’ Γυμνάσιο της Αθήνας (Πλάκα) τα τρία πρώτα χρόνια και κατόπιν στη Σχολή «Αγ. Ιωσήφ» (Καλογραιών) στην οδό Χαριλ. Τρικούπη.
Από τα 18 της χρόνια εργαζόταν σαν δημοσιογράφος, παράλληλα με τις σπουδές της στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και τις δραματικές σχολές του Πέλου Κατσέλη και του Κωστή Μηχαηλίδη. Η Δικτατορία της 21ης Απριλίου τη βρήκε στην εφημερίδα «Ελευθερία», η οποία διέκοψε αυθημερόν την έκδοσή της, θέτοντας τέλος στη δημοσιογραφική της καριέρα. Στη διάρκεια της Χούντας, συνελήφθη και κρατήθηκε πολλές φορές. Στην απομόνωση εμπνεύστηκε τα τραγούδια που θα την έκαναν λίγους μήνες αργότερα γνωστή σαν στιχουργό: το «Βρε δε βαριέσαι, αδελφέ» και το «Νά ΄τανε το 21» .
Έχει δύο κόρες, τη Δέσποινα, που είναι δημοσιογράφος, και την Ασημένια, που είναι μουσικός και τραγουδίστρια. Πέθανε στις 10 Δεκεμβρίου 2011, έπειτα από διετή μάχη με τον καρκίνο, αφήνοντας πίσω της μεγάλα έργα.
Συνεργασίες
Σταθμός στην καριέρα της θεωρούνταν οι δυο δίσκοι με το Στέλιο Καζαντζίδη όπου γνώρισαν σημαντικές επιτυχίες με τα γνωστά τραγούδια «Βραδιάζει», «Έι καπετάνιε«, «Ξέρω νεκρούς«, «Έφυγες φίλε» και μερικά άλλα. Ο Στέλιος Καζαντζίδης σε μερικές συνεντεύξεις του στάζει μέλι για την Σώτια Τσώτου χαρακτηρίζοντας την μεγάλη και την αποκαλεί η σύγχρονη Ευτυχία Παπαγιανοπούλου. Το τραγούδι Έφυγες φίλε γράφτηκε για έναν κοινό τους φίλο τον Ανδρέα Καιάφα ο οποίος έφυγε σε ηλικία 49 ετών από καρκίνο. Επίσης το 1994 η Σώτια Τσώτου μέσα σε τρεις στροφές, περιγράφει την ιστορία του Στέλιου, ο Τάκης Σούκας γράφει μια εξαιρετική μελωδία στο ρυθμό του καρσιλαμά και μέσα στο τραγούδι «Εγώ ‘μαι πρόσφυγα παιδί«, ο Στέλιος λέει χαρακτηριστικά «από τραγούδια λαϊκά, έμαθα τα ελληνικά». Το κομμάτι μπαίνει στο δίσκο «Και πού θεός«.
Από τις λίγες γυναίκες στιχουργούς που διέθεταν αυτή τη λιτή λαϊκότητα της μεγάλης στιχουργικής μαστοριάς, η Τσώτου αστειευόταν λέγοντας ότι «στιχουργό μ’ έκαναν δύο Παπαδόπουλοι: ο δικτάτορας Γεώργιος κι ο ποιητής και στιχουργός Λευτέρης Παπαδόπουλος». Αλήθεια έλεγε αφού στο στίχο εξασκήθηκε όσες δεκάδες φορές συνελήφθη και φυλακίστηκε από τη χούντα για τα αριστερά της ιδεώδη. Στην απομόνωση εμπνεύστηκε τραγούδια όπως το «Βρε δεν βαριέσαι αδελφέ». Οσο για τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, ήταν ο πρώτος που, διακρίνοντας την εκφραστική της άνεση, την προέτρεψε να ασχοληθεί με το στίχο, το 1967, όταν η δικτατορία διέκοψε βιαίως την έκδοση της εφημερίδας «Ελευθερία» στην οποία η Τσώτου εργαζόταν ως δημοσιογράφος.
«Αν ήμουν πλούσιος» με τον Δώρο Γεωργιάδη
- «Χίλια εννιακόσια τίποτα» με τον Δώρο Γεωργιάδη
- «Άσπρο-Μαύρο» με τον Γιώργο Χατζηνάσιο
- «Φωτογραφίες» με τον Γιώργο Κριμιζάκη
- «Σκόρπια φύλλα» με τον Απόστολο Καλδάρα
- «Δύσκολη ζωή» με τον Δώρο Γεωργιάδη
- «Εγώ ζωγράφισα τη Γη» με τον Δώρο Γεωργιάδη
- «Και που Θεός» με τον Τάκη Σούκα
- «Μαρινέλλα» με τον Αντώνη Στεφανίδη καθώς και άλλους συνθέτες
- «Σήμερα και πάντα» με τον Σπύρο Βλασσόπουλο
- «Τα καλύτερα μου χρόνια» με τον Γιώργο Κριμιζάκη
- «Συνάντηση» με τον Κώστα Χατζήπηγή: el.wikipedia.org