Σε πρόσφατη επίσκεψη μας στο κέντρο φιλοξενίας του στρατοπέδου Βογιατζόγλου στα Λαγκαδίκια Θεσσαλονίκης Στο καμπ στα Λαγκαδίκια διαπιστώσαμε ότι μένουν περίπου 600 πρόσφυγες, Σύριοι, Ιρανοί και Ιρακινοί, άνθρωποι διαφόρων κοινωνικών τάξεων, μορφωμένοι ή ανειδίκευτοι. Και πολλά μικρά παιδιά, κάτω των 10 ετών. Πάνω από το ένα τρίτο μένουν σε σκηνές. Αυτοί θα περιμένουν αρκετούς μήνες μέχρι να «εγγραφούν» για να πάρουν το επίδομα 340 ευρώ ανά τριμελή οικογένεια και να κάνουν αιτήσεις για άσυλο. Μόνο τότε θα εγκατασταθούν και σε κοντέινερ με την δική τους τουαλέτα.
Εκεί συναντήσαμε τον Ο Αϊτίν, ο οποίος είναι Σύριος Κούρδος από το Αφρίν, 27 χρονών, αλλά με τα μαλλιά ήδη άσπρα.
Ο Αϊτίν μας εκμυστηρεύτηκε την ιστορία του, έμενε με την οικογένειά του από μικρός στην Κύπρο, για 17 χρόνια, ως το 2015. Εκεί έμαθε καλά τα ελληνικά, δουλεύοντας σε οικοδομές και λαστιχάδικα. Για την πατρίδα του ήξερε ελάχιστα πράγματα.
« «Εφυγα, μας είπε, για τη Συρία το 2015 μαζί με τα μικρά αδέρφια μου, μετά το θάνατο του πατέρα μου. Φέτος όμως το Γενάρη αναγκάστηκα να ξαναφύγω. Φοβόμουν για τη ζωή μου. Ο Ασαντ είχε αφήσει το Αφρίν ήσυχο, αλλά οι τζιχαντιστές που δρουν τώρα με την κάλυψη του τουρκικού στρατού λεηλατούν συνεχώς σπίτια και δεν μπορείς να αισθάνεσαι ασφαλής, ειδικά αν είσαι ενήλικος άντρας. Ούτε στην Αλέπο (Χαλέπι) μπορούσα να πάω, αφού θα κινδύνευα να με επιστρατεύσει ο Ασαντ. Αφησα τη μητέρα μου και τα αδέρφια μου στο Αφρίν. Μαζί με τη γυναίκα μου πήγαμε στην Τουρκία, στο σπίτι της πεθεράς μου.
Μια βδομάδα μετά την άφιξή μου, στην διπλανή πλατεία, συνέλαβαν 450 πρόσφυγες και τους επαναπροώθησαν στο Αφρίν. Κατάλαβα ότι έπρεπε να φύγω κι από κει, τώρα πια μόνος.
Πέρασα τον Εβρο με δυσκολία τον Απρίλη. Επικίνδυνο νυχτερινό πέρασμα, τριάντα άτομα στη βάρκα που χτυπούσε στα βράχια και τα κλαδιά, κρύο… Δύσκολα. Σε άλλες βάρκες βάζουν πάνω από εκατό άτομα. Στην Ορεστιάδα αγόρασα εισιτήριο για Αλεξανδρούπολη και μετά Θεσσαλονίκη, όπου «παραδόθηκα» στο αστυνομικό τμήμα του Λαγκαδά για να κάνω αίτηση για άσυλο. Τρεις μέρες με μετακινούσαν σε διάφορα κρατητήρια, ώσπου μου
έδωσαν υπηρεσιακό σημείωμα εξάμηνης διάρκειας. Σύντομα θα δώσω τη συνέντευξη για το άσυλο. Με αυτό, θα μείνω εδώ να δουλέψω πιο εύκολα, θέλω να φέρω και τη μάνα μου.
Τώρα έχω βρει δουλειά, όμως δεν με παίρνουν χωρίς ΑΦΜ. Εχω κάνει αίτηση, αλλά στην εφορία ρατσιστές υπάλληλοι μας ταλαιπωρούν και αρνούνται να μας εξυπηρετήσουν. Εδώ τα χρήματα που μας δίνουν δεν φτάνουν, αλλά και να δουλέψουμε έτσι δεν μας αφήνουν.
Μπορεί να περιμένεις και έναν χρόνο για να πάρεις ΑΦΜ.« »
Εκεί μέσα βρήκαμε με την Ρ (που για λογούς ασφάλειας δεν θέλει να αποτυπωθεί ολόκληρο εδώ). Η Ρ. λοιπόν, είναι στα τριάντα ετών. Κουβαλάει μαζί της έξι παιδιά, τέσσερα δικά της και δυο του αδερφού της.
Μας είπε μέσω του μεταφραστή: « «Δεν έχω καταλάβει πώς ξεκίνησε ο πόλεμος. Εχασα πατέρα και σύζυγο. Ο στρατός του Ασαντ έκανε συχνά επιδρομές, βομβαρδίζοντας. Ημουν στο νοσοκομείο στην Αλέπο με τον άντρα μου τραυματία. Μετά από μια επιδρομή δεν τον ξαναβρήκα. Στις διαδηλώσεις δεν συμμετείχε καν. Ο Ασαντ σκοτώνει τον λαό του, είναι δολοφόνος. Δανείστηκα από συγγενείς και φίλους για να φύγω από τη χώρα με τα παιδιά.
Φτάσαμε εδώ πριν ένα μήνα, περνώντας πρώτα από τον Εβρο. Εδώ δεν έχω τίποτα, ζούμε σε σκηνές, κάνει κρύο, τα μωρά κλαίνε. Ούτε και στη Συρία έχω πια κανέναν για να επιστρέψω. Αυτό που θέλω είναι να βρω τον αδερφό μου στη Γερμανία.» «
Υπάρχουν βέβαια και πολύ χειρότερα. Ενώ προσπαθούμε να υποκριθούμε την αποκατάσταση της κανονικότητας μετά την Κρίση, γύρω-τριγύρω εκατομμύρια ανθρώπινες μάζες προσπαθούν να γλιτώσουν από τον πόλεμο, τις δικτατορίες ή την πείνα, αναζητούν περάσματα, αφήνουν τα κόκκαλά τους στη Σαχάρα ή στον σιδερόφρακτο Εβρο ή στα λιβυκά στρατόπεδα σκλάβων που επιδοτεί η ΕΕ και η κυβέρνησή μας. Οσους βλέπουμε ξεχασμένους στα καμπ ή ακόμη χειρότερα φυλακισμένους στα κολαστήρια των νησιωτικών hot spot, είναι οι πιο… τυχεροί.
Είναι πολύ δύσκολο να καταλάβει κανείς την κατάστασή τους αν δεν έχει περάσει από πόλεμο και αν δεν έχει ζήσει χωρίς προοπτική. Αλλά θα ήταν πολύ πιο εύκολο να καταλάβει ότι οι πρόσφυγες δεν είναι «βάρος», ούτε πολύ περισσότερο «εισβολείς», όπως αφηγούνται η κεντροαριστερά και η ακροδεξιά. Είναι μόνο άνθρωποι σε παραγωγική ηλικία, που θέλουν να εργαστούν και να ζήσουν.
Αυτοί που δεν τους αφήνουν να έχουν παρόν, είναι οι ίδιοι που ξηλώνουν και το δικό μας μέλλον. Αυτά θα ήταν ευνόητα για τον καθένα, αρκεί να μπορούσε να συζητήσει μαζί τους. Ομως, μήπως δεν είναι γι’αυτό που τους κρατάνε καλά κρυμμένους σε ερημιές και απομακρυσμένα χωριουδάκια;
Kίνηση «Απελάστε το Ρατσισμό» Θεσσαλονίκης
169