Τα «βεβαιωμένα κανονιστικά σχήματα» του φύλου στον λόγο περί σεξουαλικής κακοποίησης 

Τα «βεβαιωμένα κανονιστικά σχήματα» του φύλου στον λόγο περί σεξουαλικής κακοποίησης 

του Λάζαρου Τεντόμα*

Με αφορμή τον διάλογο που έχει ξεκινήσει με  τις καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση που δημοσιεύτηκαν το τελευταίο διάστημα, το άρθρο αυτό επιχειρεί μια προσέγγιση του θέματος των καταγγελιών τόσο από το πεδίο των σπουδών αναπηρίας όσο και από αυτό  της φεμινιστικής κριτικής.  

Στην σημαντική αυτοβιογραφία της η ανάπηρη ερευνήτρια  Simi Linton, η οποία μελέτησε  ομάδες ανάπηρων χορευτών/τριών διατυπωσε την άποψη  ότι στις ομάδες αυτές παρουσιάζεται μια «ιδιοκτησία της ειλικρίνειας»  και μια οδηγία επιβίωσης ότι οι ανάπηροι χορευτές/τριες είναι «χαρούμενοι/ες και σέξι»(Linton, 2007).  Στο πλαίσιο της φεμινιστικής κριτικής, η Judith Butler προσπάθησε να εξηγήσει τις διαφορετικές αντιλήψεις που παρατηρούνται για το σώμα, αναπτύσσοντας έναν αποδομητικό λόγο για τις σχέσεις εξουσίας, όσον αφορά την πολιτική του φύλου για να επαναφέρει τη διαπίστωση του Michel Foucault, ότι ανάλογα από ποια θέση μιλά κάποιος, προσδιορίζεται και ο λόγος του για το σώμα (Butler 1993: 37). Στο ίδιο ερμηνευτικό πλαίσιο η Julia Cho, στο άρθρο της με τίτλο: “Sides how Freaks and Sexualized Children: Abject Bodies on Display” (1997) υποστηρίζει ότι χωρίς τις κατασκευασμένες διαφοροποιημένες αντιλήψεις για τα σώμα δεν υπάρχει η έννοια του «εαυτού», αποτελούν δηλαδή οι ιδέες για τα  σώματα των άλλων αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού (Cho 1997:18-19). Η διαπραγμάτευση του εαυτού περνάει μέσα από την προστασία την οποία προσφέρει η επικέντρωση στη διαφορετικότητα των σωμάτων των «άλλων» στο άτομο, που το οχυρώνει οδηγώντας το σε υπόγειους αναστοχασμούς, μέσα από την προβληματική του φύλου και της σεξουαλικότητας, προσφέροντάς του ένα εξηγητικό μοντέλο κατασκευών, στο οποίο η διαφορετικότητα των σωμάτων  αναδύεται ως το ασφαλές καταφύγιο κρυμμένων σκέψεων. 

Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να αναφερθεί ένα εθνογραφικό δεδομένο από την ανθρωπολογική μου μελέτη  σε ειδικό σχολείο (Τεντόμας 2017). Λίγο καιρό μετά το ξεκίνημα της επιτόπιας έρευνάς μου στο ειδικό σχολείο, πληροφορήθηκα τυχαία από πρώην συνάδελφο, η οποία δεν εργάζεται πλέον στο ειδικό σχολείο, ότι η ίδια άκουσε από κάποιον που εργάζεται στο ειδικό σχολείο το εξής: Ένας μαθητής κατηγόρησε έναν βοηθό ότι τον παρενόχλησε σεξουαλικά. Προσπάθησα με διάφορους τρόπους να αποσπάσω κάποιες πληροφορίες για το γεγονός. Στην αρχή ρώτησα τον διευθυντή, ο οποίος έκλεισε την κουβέντα γρήγορα λέγοντάς μου ότι πρόκειται για παρεξήγηση. Απευθύνθηκα στην ψυχολόγο του σχολείου, που και αυτή με τη σειρά της μου έδωσε να καταλάβω ότι δεν ήθελε να δώσει συνέχεια στη συζήτηση, λέγοντας απλά ότι ο εν λόγω βοηθός είναι περισσότερο παρορμητικός από όσο πρέπει, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται παρεξηγήσεις. Στη συνέχεια προσπάθησα να μιλήσω με τον μαθητή που δήλωσε το συμβάν. Και ο μαθητής μου είπε ότι δεν κατάλαβε πώς ακούστηκαν αυτά τα πράγματα ούτε πώς ξεκίνησε αυτή η παρεξήγηση, όπως την ονόμασε. Ακολούθως μίλησα με τον βοηθό, ο οποίος μου είπε ότι τον κατηγόρησαν, γιατί κάποιοι θέλουν να διαβάλουν το σχολείο. Ο εν λόγω μαθητής δεν έχει καμία εμφανή σωματική αναπηρία.

Από συζητήσεις που είχαν γίνει παλαιότερα στο σχολείο είχα αντιληφθεί ότι ο μαθητής αυτός ήταν ιδιαιτέρως επιθυμητός από τα κορίτσια της τάξης του. Το γεγονός αυτό είχε σχολιαστεί έντονα στην αίθουσα των καθηγητών και μάλιστα μια συνάδελφος είπε ενοχλημένη: «Δεν πρέπει να τον αφήσουμε να γαμπρίζει και αυτά είναι απαράδεκτα πράγματα». Επίσης ο διευθυντής σε ανύποπτο χρόνο μου είχε πει ότι κάποιοι γονείς έχουν ενοχληθεί που ο μαθητής αυτός, όπως και κάποιοι άλλοι, που δεν έχουν καμία εμφανή κινητική και νοητική αναπηρία, είναι στο σχολείο, και η παρουσία των μαθητών αυτών αποτελεί σημείο τριβής και σχολίων. Χαρακτηριστικά ο διευθυντής μου είπε: «Ζηλεύουν μερικοί τα παιδιά αυτά». Ένας διαχωρισμός του μαθητή, που βασίζεται όχι μόνο στο ότι δεν έχει καμία εμφανή αναπηρία, αλλά κυρίως στις αντιλήψεις που επικρατούν για το ότι ένα μη ανάπηρο σώμα είναι δικαιολογημένα επιθυμητό (αν και κάτι τέτοιο δεν είναι επιτρεπτό, όπως εκφράστηκε από τη συνάδελφο) από τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας που δεν έχουν την ίδια σωματική διάπλαση και επομένως μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο σεξουαλικής παρενόχλησης.

Το παραπάνω συμβάν αποτελεί ένα παράδειγμα που βρίσκει την ερμηνεία του στις θεωρητικές αναζητήσεις της φεμινιστικής κριτικής. Η προσέγγιση της Butler δεν έχει σαν στόχο την ανάλυση της αναπηρίας αλλά την ανάπτυξη μιας κριτικής απέναντι στα «βεβαιωμένα κανονιστικά σχήματα του φύλου» (certain highly gendered regulatory schemes, Butler, 1997:ix). Στην κριτική αυτή στόχος είναι οι ομοιογενείς εννοιολογικές κατηγορίες των «ικανών» σωμάτων, που είναι σταθερά, περπατούν, βλέπουν, δίνουν ζωή και είναι ορατά. Η κριτική της Butler διαπερνά αυτά τα χαρακτηριστικά μέσα από μια ματιά, όπου το σώμα σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί ενιαία κοινωνική και πολιτισμική αφετηρία και κατάληξη, αλλά προσδιορίζεται από μια ασυνεχή, διασπαρμένη και πολλές φορές άγνωστη και κρυφή ετερότητα, που δεν συνομιλεί πάντα με τις κυρίαρχες ιδεολογίες και αντιλήψεις περί σώματος που επικρατούν στη δυτική κοινωνία.

Στη φεμινιστική κριτική εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι διαχωρίζονται οι έννοιες του φύλου και της αναπηρίας. Ωστόσο, σε μια προσεκτικότερη ματιά, τόσο στο έργο της Butler όσο και στο έργο της Thomson, οι δύο αυτές αναλυτικές κατηγορίες διαπλέκονται για να δημιουργήσουν ένα εξηγητικό μοντέλο των διαφοροποιημένων σωμάτων (Butler 1997) και της σύνδεσης των κυρίαρχων αντιλήψεων για το φύλο με αυτές για την αναπηρία (Thomson 1997), οδηγώντας την τελευταία να επισημάνει ειρωνικά την κυριαρχία της αριστοτέλειας ρήσης ότι «μια γυναίκα είναι ένας δύσμορφος άντρας» (1997:20).

Το σώμα μας, όπως σημειώνει ο Michel Foucault, προσδιορίζεται με βάση τις περιρρέουσες αντιλήψεις περί σώματος στο πλαίσιο της κοινότητας στην οποία ζει το κάθε άτομο (βλ. Athanasiou 2006: 232). Οι διαφορετικοί «άλλοι», όπως ορίζονται κάθε φορά σε σχέση με την εθνοτική, φυλετική και σεξουαλική διαφοροποίηση τους, τοποθετούνται συχνά εκτός της κατηγορίας που αποκαλούμε «άνθρωπος». Οι διαφορετικοί «άλλοι» αποκτούν περιφερειακό λόγο περί εθνικής ταυτότητας σαν ξένα σώματα, «ανίκανα» να παίξουν ένα ρόλο ζωτικής σημασίας για θέματα που απασχολούν το έθνος, όπως είναι το ζήτημα της υπογεννητικότητας και το δημογραφικό πρόβλημα (Athanasiou 2006:239).

Η Νάντια Σερεμετάκη ξεκινώντας από τις ερμηνευτικές διαστάσεις του σώματος καταλήγει να αποδεχτεί ότι ο νέος καπιταλισμός είναι ένα «σώμα». Μετατοπίζεται έτσι το κέντρο βάρους των ερμηνειών περί σώματος σε οικονομικο-πολιτικές πρακτικές ενός παγκόσμιου πλέον μεταβαλλόμενου κόσμου. Οι σύγχρονες αντιλήψεις για τον χωροχρόνο με την έκρηξη της τεχνολογίας και τις καινοτομίες στον τομέα των μεταμοσχεύσεων ανθρώπινων οργάνων δημιουργούν καινούργια δεδομένα για το σώμα, που το συνδέουν με το λόγο περί τεχνολογίας (Seremetakis 2001:119, βλ. επίσης Παπαγαρουφάλη 2002). Η Νάντια Σερεμετάκη ήδη από τις αρχές τις δεκαετίας του 2000  εξήγησε την επίδραση της ιατρικοποίησης της καθημερινής ζωής, όπως ειχε ήδη συντελεστεί στην Ελλάδα. Το σώμα ολοένα και περισσότερο ερμηνεύεται (στα ΜΜΕ, στον καθημερινό λόγο και στην Τέχνη) με ιατρικούς όρους και τονίζονται οι δυσλειτουργίες του σώματος ως αποτέλεσμα βιολογικών ανωμαλιών σαν μια γραμματική της κοινωνικής αντιπροσώπευσης και της ατομικής ταυτότητας. Διαμορφώνεται δηλαδή μια «πιστευτή» αντιπροσώπευση της ατομικής ταυτότητας με κύριο συστατικό στοιχείο την ιατρική διάγνωση (Seremetakis 2001:117), οδηγώντας τα σώματα των αθρώπων του θεάματος και της τέχνης σε εξαντλητικούς ρυθμούς ανταγωνισμού χάριν επιβίωσης.  

Η Judith Butler ισχυρίζεται ότι κατοικούμε σε μια αναπόφευκτη σφαίρα εξουσίας, οπότε κάθε ενέργεια πρέπει να προκαλέσει την καχυποψία μας επειδή η εξουσία επηρεάζει συχνά τα θέματα που μας απασχολούν με τρόπους που δεν είναι πάντα εμφανείς. Τα υποκείμενα υπάρχουν μέσα σε ένα πεδίο «πολιτικής δομής και ρύθμισης» στο οποίο η υποκειμενικότητα συγκροτείται μόνο σε αντίθεση με τα «στοιχεία της κατάθλιψης» που έχουν διαγραφεί από το πολιτικό και κοινωνικό πεδίο (Butler 1997). Οι αντιδράσεις στις καταγγελίες σεξουαλικής ή/και ψυχολογικής βίας προκάλεσαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αμφίσημα συναισθήματα ελπίδας/καχυποψίας, ελπίδας ότι κάτι μπορει να αλλάξει προς όφελος των ανθρώπων που καταγγέλλουν όσο και καχυποψία για την τύχη των καταγγελιών,  κάτι το οποίο μας οδηγεί στον φιλοσοφικό στοχασμό της Butler στην απαραίτητη όπως ισχυρίζεται καχυποψία-αντίσταση, μιας πολιτικά δεσμευμένης κριτικής, που μας απαγορεύει όμως την αθωότητα (Butler 1995). Σ’ αυτό το σημείο εντοπίζεται το ενδεχόμενο μιας νέας παγίδευσης: η ανάδειξη του ισχυρισμού ότι όλες οι εκπλήξεις-ανακαλύψεις είναι ενοχλητικές,  ισχυρισμός ο οποιος μπορεί να  ενισχύσει την παρανοϊκή υπόθεση ότι όλα τα γεγονότα είναι επικίνδυνα και έτσι αποκλείει τη δυνατότητα να αγωνιστούμε για την ελπίδα. 

Κατά τη γνώμη μου οι υποψίες για τον ρόλο και την κατάληξη των καταγγελιών για σωματική βία κάθε μορφής χρειάζεται να ερμηνευτούν τόσο από την προσέγγιση  των τρόπων κατασκευής των «βεβαιωμένων κανονιστικών σχημάτων του φύλου» όσο και από την ανάλυση της σχέσης του κόσμου του θεάματος (καλλιτεχνικού, αθλητικού, δημοσιογραφικού) με  τις κυριάρχες αντιλήψεις του καπιταλισμού για το σώμα. Η αρτιμελισιτκή πρόσληψη  περί «ελκυστικών», ευχερών και «αποκρουστικών»  σωμάτων αποτέλεσε μεταξύ άλλων ένα εγγενές χαρακτηριστικό των παραστατικών τεχνών και του ολυμπιακού αθλητισμού, φέρνοντας στο προσκήνιο μια ένταση στις απεικονίσεις των κατασκευασμένων ως αποδεκτών σωματικών προτύπων οδηγώντας εν τέλει πολλούς ανθρώπους  στη  σκέψη  που φέρνει τη ζωή και τους μηχανισμούς της στη σφαίρα των σαφών υπολογισμών.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Athanasiou Athena(2006), Bloodlines: Performing the Body of the “Demos,” Reckoning the Time of the “Ethnos”, Journal of Modern Greek Studies, 24, 229-256

Butler, J. 1997. Excitable Speech: A Politics of the Performative. New York: Routledge

Butler Judith, 1995, “Contingent Foundations: Feminism and the Question of ‘Postmodernism'» στο Benhabib Seyla, Butler Judith, Cornell Drucilla και Fraser Nancy (επιμ.), Feminist Contentions: A Philosophical Exchange, σ. 35-58

Butler, J. (1993), Bodies That Matter: On the Discursive Limits of “Sex.” New York: Routledge. 

Cho, Julia (1997), “Sideshow Freaks and Sexualized Children: Abject Bodies on Display.” Critical Sense 5(2):18–52.

Linton S., 2007, My Body Politic: A Memoir, Ann Arbor: University of Michigan Press.

Παπαγαρουφάλη Ε.(2002) Δώρα Ζωής Μετά Θάνατον: Πολιτισμικές Εμπειρίες. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.

Seremetakis N. (2001), Toxic Beauties: Medicine Information and Body Consumption in Transnational Europe, Social Text 68, Vol. 19, No. 3, Fall 2001: 115-129.

Τεντόμας Λάζαρος, 2017, Παιδιά Εξωτικά, Παιδιά Οικόσιτα: Μια ανθρωπολογική μελέτη της αναπηρίας και της ειδικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, Redmarks, Aθήνα.

Thomson, R. G., (1997) Extraordinary bodies. Figuring physical disability in American culture and literature (New York, Columbia University Press).

*  Δρ, Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, διδάσκων στο ΠΜΣ στην Ειδική Αγωγή του Τμήματος Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία, ΕΚΠΑ, εκπαιδευτικός. 

 

271

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση