Πώς «ψήφιζε» η χούντα

Πώς «ψήφιζε» η χούντα

Τάσος Κωστόπουλος

Ενα παρεξηγημένο παράδειγμα ανάδειξης των «αρίστων»


Η Ιστορία κύκλους κάνει -κάποιες φορές, μάλιστα, με την αντίθετη φορά. Αν σήμερα η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιχειρεί να αλλοιώσει το εκλογικό σώμα διά της διεύρυνσής του με «ομογενείς» που θα ψηφίζουν μέσω της Αρχιεπισκοπής Βορείου και Νοτίου Αμερικής έχοντας δει την Ελλάδα μονάχα σε καρτ ποστάλ, τον καιρό της παντοδυναμίας του ο πρώτος αρχηγός του σημερινού υπουργού Εσωτερικών είχε την ακριβώς αντίστροφη έμπνευση: τη σύσταση μιας εικονικής «μικρής Βουλής», δίχως την παραμικρή ουσιαστική αρμοδιότητα, τα μέλη της οποίας επιλέγονταν από μια ολιγάριθμη εκλογική βάση διορισμένη από τον ίδιο. Αναφερόμαστε φυσικά στη διαβόητη «Συμβουλευτική Επιτροπή»· ακριβέστερα: τις δύο διαδοχικές «Συμβουλευτικές» του 1970-1973, με τις οποίες ο δικτάτορας Παπαδόπουλος προσπάθησε -ανεπιτυχώς- να καλλιεργήσει εντός κι εκτός Ελλάδας μια ψεύτικη εντύπωση σταδιακής μετάβασης σε κάποια εκδοχή κοινοβουλευτισμού.

Τα δύο εγχειρήματα απέχουν, φυσικά, έτη φωτός μεταξύ τους. Οι «Συμβουλευτικές» της χούντας ήταν απλά προπαγανδιστικά πυροτεχνήματα, δίχως την παραμικρή θεσμική οντότητα σ’ ένα καθεστώς που στηριζόταν κυρίως στα τανκς και τους βασανιστές της ΕΣΑ. Η «αλλαγή λαού» που επεξεργάζονται σήμερα οι κ. Μητσοτάκης και Βορίδης, υλοποιώντας με τον τρόπο τους την πασίγνωστη ειρωνική προτροπή του Μπρεχτ προς την ανατολικογερμανική ηγεσία του 1953, θα επιφέρει απεναντίας ανεπανόρθωτη βλάβη στη λειτουργία της ελληνικής δημοκρατίας, εγκαθιδρύοντας έναν μόνιμο μηχανισμό χάλκευσης της βούλησης των εγχώριων εκλογέων από ψηφοφόρους-φαντάσματα, παντελώς άσχετους με την κοινωνικοοικονομική και πολιτική ζωή του τόπου.

«Προ της 21-4-67 ανήκε πολιτικώς εις ΕΡΕ. Μετά την 21-4-67 εκδηλούται υπέρ της Εθνικής Επαναστάσεως» | «Βιογραφικά σημειώματα» υποψηφίων για τη «Συμβουλευτική», συνταγμένα από τη Χωροφυλακή

Παρά την εικονικότητά της, η παπαδοπουλική «Συμβουλευτική» είχε από την άλλη κάποιες αξιοσημείωτες πλευρές. Δεν αναφερόμαστε στην πασίγνωστη πολιτική επιβίωση του Σαλονικιού αντιπροέδρου της, Νίκου Μέρτζου, ως διαχρονικού στελέχους της βορειοελλαδικής εθνικοφροσύνης, συμβούλου του πατρός Μητσοτάκη και πρόσφατα του Νίκου Κοτζιά. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον (κι επικαιρότητα) παρουσιάζουν κάποια δομικότερα χαρακτηριστικά της, όπως οι μέθοδοι πρόσληψης και ανάδειξης της «αριστείας» από τον σκληρό πυρήνα τού τότε κρατικού μηχανισμού. Υπενθυμίζουμε, παρεμπιπτόντως, πως η «αριστεία» και η ανάδειξή της αποτελούσαν πάγιο άλλοθι (και) της χούντας για την κατάργηση των (φύσει «φαυλοκρατικών») διαδικασιών δημοκρατικής αντιπροσώπευσης στην Ελλάδα των Ελλήνων Χριστιανών.

Ο μηχανισμός ανάδειξης των «αρίστων» της χουντικής ψευδοβουλής θα απασχολήσει έτσι το σημερινό μας επετειακό αφιέρωμα, με πηγή τον καθεστωτικό Τύπο της εποχής και πρωτότυπο αρχειακό υλικό: μια δέσμη εγγράφων της Νομαρχίας Χαλκιδικής για την εκλογή του τοπικού αντιπροσώπου στη δεύτερη «Συμβουλευτική», τον Δεκέμβριο του 1971, που ο επιμελητής της στήλης προμηθεύτηκε από γνωστό παλαιοβιβλιοπωλείο της συμπρωτεύουσας. Η εστίαση στη συγκεκριμένη περιοχή υπαγορεύτηκε φυσικά από το διαθέσιμο υλικό -αντιπροσωπευτικό μιας μεθοδολογίας που εφαρμόστηκε σε πανελλαδική κλίμακα.

«Βουλευτές» για τον γύψο


Ως γνωστόν, η δημιουργία της «Συμβουλευτικής Επιτροπής» εξαγγέλθηκε από τον δικτάτορα στις 10 Απριλίου 1970, ως απάντηση στις δημόσιες πιέσεις που δεχόταν από δυτικοευρωπαϊκές κυβερνήσεις για επιστροφή στον κοινοβουλευτισμό. Τα πρωτοσέλιδα του ημιεπίσημου οργάνου της χούντας, του «Ελεύθερου Κόσμου», είναι αποκαλυπτικά γι’ αυτήν την αιτιώδη συνάφεια: «Ρώμη-Βόννη παρεμβαίνουν εις τα εσωτερικά της Ελλάδος διά δηλώσεων του Ιταλού αντιπροέδρου και του Γερμανού υπουργού Δικαιοσύνης. Αθήναι: “εχθρική πράξις η παρέμβασις”» (10/4/1970)· «Νέα φιλελεύθερα μέτρα εξήγγειλε ο κ. Πρωθυπουργός. Οι ξένοι δεν έχουν λόγον επί των εσωτερικών υποθέσεων» (11/4/1970).

Σύμφωνα με το Ν.Δ. 499 που δημοσιεύτηκε την ίδια μέρα, μοναδική αρμοδιότητα της «Συμβουλευτικής Επιτροπής», οργάνου που δεν προβλεπόταν από το (ανεφάρμοστο, έτσι κι αλλιώς) παπαδοπουλικό «σύνταγμα» του 1968, ήταν να «εκφέρη γνώμην επί της αρχής και του εν γένει περιεχομένου» των διαταγμάτων που θα της υπέβαλλε ο δικτάτορας, «μετά την επεξεργασίαν» τους «υπό της Νομοτεχνικής Επιτροπής» (άρθρο 1).

Η διαδικασία επιλογής των μελών της δεν είχε δε την παραμικρή, ούτε καν μακρινή, σχέση με οποιαδήποτε εκδοχή κοινοβουλευτισμού: ορισμένοι «εκ των πλέον αντιπροσωπευτικών και ανεγνωρισμένων επαγγελματικών και επιστημονικών οργανώσεων και οργανισμών της Χώρας» θα πρότειναν τρεις υποψηφίους ο καθείς, από τους οποίους ο Παπαδόπουλος θα επέλεγε τον ένα (άρθρο 2§2)· η σχετική λίστα «οργανώσεων και οργανισμών», τα Δ.Σ. των οποίων ήταν έτσι κι αλλιώς διορισμένα από το καθεστώς, θα καταρτιζόταν επίσης από τον δικτάτορα (άρθρο 5). Η θητεία της Επιτροπής προβλεπόταν «ενιαυσία, δυναμένη να ανανεούται» (άρθρο 3§2). Μεταγενέστερο νομοθετικό διάταγμα (675/19.9.1970) πρόσθεσε στους αρχικούς «εκλογείς» τους διορισμένους περιφερειάρχες κι αύξησε ακόμη περισσότερο τη διακριτική ευχέρεια του Παπαδόπουλου, που μπορούσε πλέον να επιλέξει τους μισούς από το σύνολο των «εκλεγμένων» (κι όχι έναν ανά φορέα) και «να ορίζη απ’ ευθείας μέχρι δέκα μέλη της Επιτροπής», πέραν των (πενήντα το πολύ) αρχικών. Ολες οι υπόλοιπες λεπτομέρειες της συγκρότησης και λειτουργίας του οργάνου θα ρυθμίζονταν -κι αυτές- «δι’ αποφάσεων του Πρωθυπουργού».

Αν οι εξουσίες των μελών της «Συμβουλευτικής» ήταν για γέλια, δεν συνέβαινε το ίδιο και με τις υλικές απολαβές τους: «αποζημίωσιν εκ του δημοσίου ταμείου καθοριζομένην δι’ αποφάσεως του Πρωθυπουργού», με πλαφόν «τας μηνιαίας αποδοχάς Γενικού Γραμματέως Υπουργείου», και «δαπάνας μετακινήσεως δι’ υπηρεσιακούς λόγους». Ο πρόεδρος του σώματος δικαιούνταν επίσης έξοδα παραστάσεως, υπηρεσιακό αυτοκίνητο και, σύμφωνα με μεταγενέστερο διάταγμα (Ν.Δ. 1901/1972), στις δημόσιες τελετές είχε προβάδισμα έναντι των υπουργών.

Στις 29 Νοεμβρίου 1970, ένα σύνολο 1.240 εκλεκτόρων σε όλη την Ελλάδα πρόκρινε έτσι 92 υποψηφίους, απ’ τους οποίους ο Παπαδόπουλος ξεδιάλεξε 46 και πρόσθεσε άλλους 10. Πρόεδρο ο δικτάτορας διόρισε μία από τις προσωπικές επιλογές του, τον συνταξιούχο δικηγόρο Απόστολο Βογιατζή, πρώην υπουργό Εργασίας στην τρίτη χουντική κυβέρνηση (20/6/1968-29/6/1970).

Τα εγκαίνια της πρώτης «Συμβουλευτικής» έγιναν στις 22/1/1971 -πώς αλλιώς;- με ομιλία του Παπαδόπουλου, που εξήγησε καταλεπτώς στους συγκεντρωμένους τα καθήκοντά τους: «Δεν είσθε εδώ διά να εκφράσετε προσωπικήν άποψιν. Δεν είσθε εδώ διά να εκφράσετε άποψιν ομάδος της κοινωνίας. Δεν είσθε εδώ διά να εκφράσετε θέσεις του πληθυσμού της περιοχής την οποίαν αντιπροσωπεύετε. Είσθε εδώ διά να παρουσιάσετε μόνον την αίσθησιν της ψυχολογίας των μαζών εις τας αντιστοίχους ομάδας ή περιοχάς, φροντίζοντες αντιστοίχως την εξ αντικειμένου εκφραζομένην υφ’ υμών θέσιν επί των νομοθετημάτων. […] Μη ομιλείτε αν δεν έχητε να είπητε κάτι το νέον. Μη ομιλείτε διά να ομιλήσητε. Μη ομιλείτε περισσότερον απ’ όσον απαιτείται» («Ελεύθερος Κόσμος», 23/1/1971).

Από τη Χαλκιδική, που θα μας απασχολήσει παρακάτω, στην όλη διαδικασία μετείχαν οκτώ υποψήφιοι (τρεις δικηγόροι, δύο έμποροι, ένας γιατρός, ένας οδοντίατρος κι ένας ιδιωτικός υπάλληλος) και δέκα όλοι κι όλοι εκλέκτορες: πέντε δήμαρχοι (Πολυγύρου, Κασσανδρείας, Ν. Μουδανιών, Αρναίας και Ιερισσού) και πέντε πρόεδροι (Δικηγορικού Συλλόγου, Ιατρικού Συλλόγου, Εργατικού Κέντρου και των Ενώσεων Γεωργικών Συνεταιρισμών Πολυγύρου και Χαλκιδικής) («Φωνή της Χαλκιδικής», 29/11/1970). Η διαδικασία ήταν κοινή με τον νομό Θεσσαλονίκης κι από ένα σύνολο 28 υποψηφίων επιλέχθηκαν σε πρώτο βαθμό 4, κανείς από τους οποίους δεν προερχόταν από τη Χαλκιδική.

Διαφορετικής εμβέλειας εγχείρημα -ενδοκαθεστωτικό πάντα- υπήρξε η εκλογή της δεύτερης «Συμβουλευτικής», η θητεία της οποίας αυξήθηκε σε διετή. Μολονότι οι αρμοδιότητές της παρέμειναν καθαρά διακοσμητικές, η επιλογή των 60 από τα 75 (πλέον) μέλη της ανατέθηκε τούτη τη φορά σ’ ένα διευρυμένο σώμα 10.666 εκλεκτόρων, συγκροτημένο από το (ως επί το πλείστον διορισμένο) μαζικό στελεχικό δυναμικό του καθεστώτος: δημάρχους και δημοτικούς συμβούλους, Δ.Σ. επαγγελματικών συλλόγων (δικηγόρων, συμβολαιογράφων, γιατρών, οδοντογιατρών, φαρμακοποιών), Εργατικών Κέντρων, επιμελητηρίων, ενώσεων γεωργικών συνεταιρισμών, του ΣΕΒ, της Ενώσεως Ελλήνων Εφοπλιστών, της ΠΝΟ, της ΕΙΗΕΑ, των εμπορικών συλλόγων, καθώς και τους προέδρους «ανεγνωρισμένων επαγγελματικών σωματείων» και γεωργικών πιστωτικών συνεταιρισμών. Φυσικά, ο Παπαδόπουλος δικαιούνταν κι εδώ να προσθέσει 15 μέλη δικής του αποκλειστικά επιλογής (Ν.Δ. 959/1971).

Ηταν προφανές ότι, μ’ αυτήν την ελεγχόμενη διεύρυνση, ο δικτάτορας επιχειρούσε ένα μικρό βήμα προς τη συγκρότηση δικού του κομματικού μηχανισμού, δοκιμάζοντας τα νερά εν όψει κάποιας ενδεχόμενης, μακρινής «φιλελευθεροποίησης». Η στόχευση αυτή δεν έμεινε φυσικά μυστική, αλλά διατυμπανίστηκε με κάθε τρόπο στα πέρατα της επικράτειας. Η Χαλκιδική δεν αποτελούσε εξαίρεση, όπως πιστοποιεί το πρωτοσέλιδο κύριο άρθρο της τοπικής «Φωνής» (21/11/1971): «Δεν πρέπει να λησμονή κανείς ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή είναι το φυτώριο των νέων πολιτικών και ηθικών δυνάμεων του Εθνους· το υπόβαθρο, επί του οποίου θα συνεχισθή η ανοικοδόμησις του μεγαλείου της Πατρίδος. Δι’ αυτό είναι ανάγκη να είναι αριστείς, ανεπίληπτοι, ακέραιοι, συγκροτημένοι όσοι θα εκλεγούν».

Οι πόρτες της αριστείας παρέμειναν φυσικά ερμητικά κλειστές στα αντεθνικά ερίφια, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι κάποια απ’ αυτά αποφάσιζαν να σταδιοδρομήσουν πολιτικά στην Ελλάδα της εθνοσωτηρίου. Ειδική απόφαση του Παπαδόπουλου (ΦΕΚ 1971/Β/802, Υ.Α. 9659) αναγόρευσε σε αμάχητο κώλυμα υποψηφιότητας και εκλογής -«εφ’ όρου ζωής», μάλιστα- οποιαδήποτε καταδίκη «επί ενεργώ συμμετοχή εις κόμμα, οργάνωσιν, σωματείον ή ένωσιν, σκοπός των οποίων είναι η διάδοσις και εφαρμογή ιδεών τεινουσών εις ανατροπήν του κρατούντος πολιτεύματος ή του κοινωνικού καθεστώτος ή απόσπασιν μέρους της Επικρατείας». Υπενθυμίζουμε ότι μ’ αυτές ακριβώς τις κατηγορίες, βάσει του εμφυλιοπολεμικού Ν.509/1947, διώκονταν επί χούντας όχι μόνο κομμουνιστές αλλά κάθε λογής αντιστασιακοί, ακόμη και κεντροδεξιοί ή ντούροι βασιλόφρονες.

Η ψηφοφορία για τη δεύτερη «Συμβουλευτική» πραγματοποιήθηκε στις 12/12/1971. Οι εργασίες της συνεχίστηκαν και μετά τη φιλελευθεροποίηση Μαρκεζίνη -για τελευταία φορά φαίνεται ότι συνεδρίασε στις παραμονές της σφαγής του Πολυτεχνείου («Μακεδονία», 16/11/1973). Μετά την ανατροπή του Παπαδόπουλου δεν ξανάδωσε σημεία ζωής, αν και στην επαρχία κάποια μέλη της εξακολούθησαν να επικαλούνται δημόσια αυτή την ιδιότητά τους το επόμενο διάστημα («Φωνή της Χαλκιδικής», 2 & 9/12/1973).

Το νόημα της αριστείας


Σύμφωνα με την προπαγάνδα της χούντας, ο σχηματισμός της «Συμβουλευτικής» δεν ήταν τίποτα λιγότερο από μια άσκηση ανάδειξης της αριστείας στο εσωτερικό της εθνικοφροσύνης. Με μήνυμά του εν όψει του πρώτου γύρου, ο Παπαδόπουλος ζήτησε στις 26/11/1970 από τους εκλέκτορες να διαλέξουν «τους καλυτέρους, με κριτήριον αποκλειστικόν την προσωπικότητα του υποψηφίου. Δεν ενδιαφέρει ενδεχομένη παλαιοτέρα τοποθέτησίς του, αρκεί να είναι ούτος εντεταγμένος εις τον εθνικόν χώρον και να ενστερνίζεται τας αναγεννητικάς και προοδευτικάς αρχάς της Επαναστάσεως».

Με τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων, η ημιεπίσημη «Νέα Πολιτεία» αποφάνθηκε πάλι (1/12/1970) πως «οι εκλεγέντες είναι πράγματι νέοι άνδρες με ικανότητας αξιολόγους· μεταξύ αυτών, ο Πρωθυπουργός θα εκλέξη τους καλυτέρους». Αλλά και μετά την ψηφοφορία για τη δεύτερη «Συμβουλευτική», ο «Ελεύθερος Κόσμος» διαπίστωνε πως «εξελέγη μέγας αριθμός επιστημόνων νέων εις την ηλικίαν και τούτο αποτελεί μίαν πρώτην νίκην εις την προσπάθειαν ανανεώσεως του δημοσίου βίου και την ανάδειξιν νέων δυνάμεων» (14/12/1971).

Με την ανεμελιά που χαρίζει η απόσταση, η ομογενειακή «Ατλαντίς» της Νέας Υόρκης έσπευσε πάλι να διαβεβαιώσει τους αναγνώστες της (13/12/1971) πως «εκ των μέχρι τούδε γνωσθέντων αποτελεσμάτων προκύπτει ότι οι εκλέκτορες είχον την πρόνοιαν να εκλέξουν τους πλέον επιφανείς εκ των υποψηφίων».

Δεν συμμερίζονταν, βέβαια, οι πάντες αυτήν την εκτίμηση. Στο προσωπικό ημερολόγιό του, ο τελευταίος προδικτατορικός υπουργός Δημοσίας Τάξεως -και μελλοντικός πρωθυπουργός- Γεώργιος Ράλλης διαπίστωνε λ.χ. με ικανοποίηση πως «οι υποψήφιοι για τη μικρή Βουλή, μολονότι ο μισθός είναι μεγάλος, ήταν ελάχιστοι και στη μεγάλη τους πλειοψηφία ασήμαντοι» (Γεώργιος Ράλλης, «Το ημερολόγιό μου τον καιρό της δικτατορίας», Αθήνα 1997, σ. 172-3, εγγραφή της 25/1/1971).

Ακόμη περισσότερο το θεώρημα της αριστείας προβλήθηκε πάντως σε τοπικό επίπεδο, τόσο από τον επίσημο προπαγανδιστικό μηχανισμό όσο κι από τους ίδιους τους υποψηφίους και τους πάτρωνές τους· όχι μόνο για ν’ αυτοεξυψωθούν στα μάτια μιας φιμωμένης κοινωνίας, αλλά και για να πλήξουν κάτω από τη ζώνη ομόφρονες αντίζηλους. Αρκούντως αποκαλυπτικό επ’ αυτού αποδεικνύεται ένα κύριο άρθρο της «Φωνής της Χαλκιδικής» με τίτλο «Προσοχή! Να εκλεγούν οι άριστοι», δημοσιευμένο λίγο πριν από τη δεύτερη ψηφοφορία (21/11/1971):

«Να εκλεγούν λοιπόν οι άριστοι την Κυριακή της 12ης Δεκεμβρίου 1971. Οσοι έδειξαν ενδιαφέρον διά τα κοινά προβλήματα· όσοι έλαβαν μέρος και ευρέθησαν παρόντες στις εθνικές και ευρύτερες κοινωνικές εκδηλώσεις· όσοι προτάσσουν το γενικό συμφέρον του ατομικού· όσοι δεν είναι τοπικισταί αλλ’ ανήκουν στην αναγεννωμένη Ελλάδα και την αναγεννωμένη Χαλκιδική· όσοι έχουν δοκιμασμένες ικανότητες και διάθεσιν προσφοράς στο σύνολο· όσοι εμφορούνται από το πνεύμα και είναι αφοσιωμένοι στην Απριλιανή Εθνεγερσία. […]

»Ορθότατα ο Εθνάρχης Πρωθυπουργός εζήτησε να μη αναμιχθή κανείς στην εκλογή. Να αφήσουν ανεπηρεάστους τους εκλέκτορας να ασκήσουν με εθνική και ηθική συνείδησιν το ύψιστον καθήκον των.

Πρέπει όμως να μη επιτραπή ανάμιξις και σ’ εκείνους που έθεσαν τον εαυτόν τους εκουσίως έξω από τον χώρον της Επαναστάσεως. Διότι, φαίνεται, προαπριλιανοί “παράγοντες” εξήλθαν από το περιθώριο. Βεβαίως ουδένα θα επηρεάσουν, διότι αφελείς μεταξύ των σημερινών εκλεκτόρων ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ. Αλλ’ ας μη προκαλούν και ας μη εκλαμβάνουν την συγκατάβασιν ως αδυναμίαν. Τους βλέπει η Επανάστασις. […]

»Οι Αριστοι λοιπόν στην Συμβουλευτική Επιτροπή. Νέο αίμα και νέα θεμέλια. Στους γρανίτες αυτούς θα οικοδομηθή το μεγαλείον της Φυλής. Αριστοι και ικανοί, με διάθεσιν θυσίας διά το Εθνος και τον τόπο.

Η Επανάστασις προχωρεί ολοταχώς μπροστά. Και θέλει συνεργάτες με γοργό βηματισμό, ακαταπονήτους, με ψυχή και “τσαγανό”. Και αυτούς δεν θα τους χαλκεύσουν ασφαλώς οι περιθώριοι της εθνικής, πολιτικής και κοινωνικής μας ζωής.

Τους γνωρίζουν οι εκλέκτορες. Και θα τους αναδείξουν!».

Ο φάκελος της Νομαρχίας Χαλκιδικής που διαθέτουμε, ο σχετικός με την ψηφοφορία της 12ης Δεκεμβρίου 1971, φωτίζει κάπως τα συμφραζόμενα αυτού του μίγματος μεγαλοστομίας και μπηχτής. Μολονότι συντάχθηκαν αμέσως μετά το κλείσιμο της κάλπης που είχε στηθεί σε κάποιο γραφείο της νομαρχίας, τα ίδια έγγραφα μας δίνουν επίσης μια ιδέα για τους μηχανισμούς που κινήθηκαν για να διασφαλίσουν την επικράτηση του επιθυμητού υποψηφίου.

Στην ψηφοφορία για τον αντιπρόσωπο της Χαλκιδικής στη δεύτερη «Συμβουλευτική» (κι εκείνον στο νεότευκτο «Συμβούλιον Περιφερειακής Διοικήσεως») μετείχαν συνολικά 114 εκλέκτορες, έχοντας να επιλέξουν ανάμεσα σε πέντε υποψηφίους: τρεις δικηγόρους, έναν «φοιτητή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών» κι έναν υπάλληλο της τοπικής Ενώσεως Γεωργικών Συνεταιρισμών. Ολοι πλην του τελευταίου είχαν θέσει υποψηφιότητα και την προηγούμενη χρονιά (ο φοιτητής ως «ιδιωτικός υπάλληλος»). Πλειοψήφησε ο δικηγόρος Θεοχάρης Σιώζος (70 ψήφοι), με δεύτερο τον υπάλληλο της ΕΓΣΧ, Βασίλειο Βασιλικό (57).

Το βαθμολόγιο της εθνικοφροσύνης


Αμέσως μετά την καταμέτρηση των ψήφων, ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Εσωτερικών ζήτησε με «εξαιρετικώς επείγον – εμπιστευτικόν» τέλεξ απ’ όλους τους νομάρχες της επικράτειας να στείλουν στον ίδιο και στον «υπουργόν βοηθόν πρωθυπουργού» (Ιωάννη Αγαθαγγέλου) «συνοπτικόν σημείωμα περιέχον άπαντα βιογραφικά στοιχεία ως και παν θετικόν ή αρνητικόν στοιχείον δι’ άπαντας ανεξαιρέτως εκλεγέντας ή μη υποψηφίους Συμβουλευτικής και Περιφ. Συμβουλίου» του νομού τους (ΑΠ ΕΠ.Κ.61/13-12-1971).

Τα μακρόσυρτα απαντητικά τέλεξ της Χαλκιδικής έφυγαν αυθημερόν, με την υπογραφή του νομάρχη Ανδρέα Κανελλόπουλου (αρ. πρ. 207/13.12.1971). Ως πρώτη ύλη χρησιμοποιήθηκαν τυποποιημένα «Βιογραφικά σημειώματα» της ίδιας ημερομηνίας, συμπληρωμένα με προϋπάρχουσες πληροφορίες και υπογεγραμμένα από έναν ταγματάρχη της Χωροφυλακής (Κωνσταντίνος Παναγόπουλος). Από τα πέντε πρωτότυπα «βιογραφικά» διαθέτουμε τα τέσσερα· απουσιάζει εκείνο του «φοιτητή ΟΠΕ», που τερμάτισε τελευταίος με 13 ψήφους. Πιθανότατα ύστερα από νεότερη παραγγελία, ο ίδιος αξιωματικός θα συντάξει στις 19/1/1972 τέσσερα ακόμη τέτοια «σημειώματα», για όσους υποψηφίους του 1970 απέφυγαν να εκτεθούν δεύτερη φορά: έναν έμπορο-παντοπώλη, ένα χημικό-κτηματία, ένα γιατρό κι έναν οδοντίατρο.

Ολα τα «βιογραφικά σημειώματα» έχουν συμπληρωθεί με μπλε στυλό πάνω στην ίδια δακτυλόγραφη πολυγραφημένη φόρμα, ως δέσμη απαντήσεων σε τυποποιημένες ερωτήσεις. Κάποιες απ’ αυτές αφορούσαν την ηλικία, το επάγγελμα, την οικογενειακή κατάσταση, τη στρατιωτική προϋπηρεσία και το μορφωτικό επίπεδο των υποψηφίων, ενώ ορισμένες άλλες τα προσόντα που θεωρούνταν κρίσιμα για την ανάδειξή τους στο διεκδικούμενο πόστο.

Εξι από τους οκτώ υποψηφίους ήταν πτυχιούχοι και δύο απόφοιτοι εξατάξιου Γυμνασίου, «ουδείς» όμως φέρεται να γνωρίζει οσοδήποτε την παραμικρή ξένη γλώσσα. Η οικονομική κατάσταση των επτά από τους οκτώ χαρακτηρίζεται «καλή», ενώ του υπαλλήλου «μετρία». Οι περισσότεροι είχαν βγάλει το στρατιωτικό ως έφεδροι αξιωματικοί, εκτός από τον νικητή δικηγόρο Σιώζο που υπηρέτησε επί μια εξαετία (1957-1963) ως ενωμοτάρχης στη Χωροφυλακή. Ολοι τους κατείχαν την ελληνική ιθαγένεια «διά γεννήσεως», φέρονταν να «χαίρουν εκτιμήσεως εν τη κοινωνία» και υπήρχε η εκτίμηση πως «επηρεάζουν και επιβάλλονται στο περιβάλλον τους».

Στο κεφάλαιο «ιδιαίτεραι επιδόσεις», για τους επτά από τους οκτώ ο συντάκτης των βιογραφικών σημειώνει λακωνικά ότι τέτοιες «δεν διεκριβώθησαν»· μονάχα ο πρώην ενωμοτάρχης και νυν δικηγόρος πιστώνεται θετικά ότι «δημοσιογραφεί εις τοπικόν Τύπον». Την ίδια υπεροχή επιδεικνύει και στο ερώτημα αν «έχει αναπτύξει κοινωνικήν δράσιν και ποίαν»: είναι μέλος του «Πνευματικού Κέντρου Πολυγύρου “Αριστοτέλης”», της «Οργανώσεως Διεθνούς Πνευματικής Αναπτύξεως (Ελληνική Λέσχη)» κι επιπλέον «τυγχάνει Γραμματεύς [του] Συνδέσμου Φίλων Χωροφυλακής Χαλκιδικής».

Σημειωτέον πως η «Ελληνική Λέσχη» είχε ιδρυθεί το 1968 ως άτυπος πολιτικός φορέας υποστηρικτών του καθεστώτος με περίπου 1.000 μέλη, θεωρητικό όργανο («Τομές»), γραφεία σε διάφορες πόλεις κι επικεφαλής τον μετέπειτα χουντικό υπουργό Εργασίας Παύλο Μανωλόπουλο (Κων/νος Διγκαβές, «Το ημερολόγιο της χουντικής επταετίας», Θεσ/νίκη 1976, σ. 129). Από τους άλλους υποψηφίους, πέντε χρεώνονται ένα ξερό «Οχι», ορατή είναι δε η υποτίμηση -στο μέτρο του δυνατού- και των υπόλοιπων δύο: ο ένας «δεν έχει ιδιαιτέραν κοινωνικήν δράσιν», μολονότι «τυγχάνει γραμματεύς [του] Δικηγορικού Συλλόγου Χαλκιδικής»· ο άλλος «τυγχάνει» (επίσης) «αντιδήμαρχος Δήμου Κασσανδρείας και υπό την ιδιότητα ταύτην έχει αναπτύξει αξιόλογον κοινωνικήν δράσιν ενδιαφερόμενος διά τα κοινά των συνδημοτών του».

Αναζητήσαμε στον τοπικό Τύπο τεκμήρια της δημοσιογραφικής δραστηριότητας του νικητή. Παραθέτουμε ένα γλαφυρό δείγμα, από τον πανηγυρικό που εκφώνησε κατά την τοπική επέτειο (17/10/1971) με θέμα «Απελευθερωτικοί αγώνες της Χαλκιδικής»: «Εκατόν πενήντα χρόνια από τον μεγάλο ξεσηκωμό, ο ξανθός αυτός βράχος στη νοτία εσχατιά της Ευρώπης μένει κυματοθραύστης των βαρβάρων. Μετά την ταραγμένη Μέση Ανατολή ορθώνεται η έπαλξις της δυναμικής Ειρήνης· και πίσω από τους αύλακες των σοβιετικών πολεμικών της Μεσογείου εκτείνεται η επικράτεια της ενόπλου Ελευθερίας. Η Απριλιανή Εθνεγερσία μάς εκράτησε Ελληνες και άνδρες, ήρωες και ανθρώπους. Και ανεζωογόνησε τους μεγάλους οραματισμούς της Φυλής. Στη μαρτυρική βορειοηπειρωτική γη, την αιματοβαμμένη Κύπρο και πάνω από τη Βασιλεύουσα περιφέρεται η εθνική μας σκέψις. Η Μεγάλη Ιδέα δεν απέθανε· η Μεγάλη Ιδέα ζη. Και γράφομε οι Ελληνες Ιστορία με την προσδοκία ν’ αγροικήσωμε το εγερτήριο σήμαντρο της Αγια-Σοφιάς· να δούμε αναστημένο τον μαρμαρωμένο βασιλιά μας» («Φωνή της Χαλκιδικής», 21/11/1971).

Εξαιρετικά διαφωτιστικές αποδεικνύονται, τέλος, οι (αρνητικές) απαντήσεις του ταγματάρχη στο ερώτημα αν κάθε υποψήφιος «έχει δημιουργημένα συμφέροντα με κόμματα ή με οικονομικούς παράγοντας». Σε έξι από τις οκτώ περιπτώσεις διαβάζουμε πως ο βιογραφούμενος «προ της 21-4-67 ανήκε πολιτικώς εις ΕΡΕ», ενώ ο παντοπώλης-έμπορος «ανήκεν αρχικώς εις ΕΡΕ και μετέπειτα εις Ε.Κ.». Ως κεντρώος -προδικτατορικά- καταγράφεται και ο υπάλληλος των συνεταιρισμών, που ήρθε δεύτερος στην ψηφοφορία· μπορούμε εύλογα να υποθέσουμε πως αυτόν ακριβώς φωτογράφιζε αρνητικά το κύριο άρθρο της «Φωνής» περί «αριστείας», τον συντάκτη ή εμπνευστή του οποίου μάλλον δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε.

Από κει και πέρα, για τρεις από τους πρώην οπαδούς της ΕΡΕ πληροφορούμαστε ότι «μετά την 21-4-67 εκδηλούται υπέρ της Εθνικής Επαναστάσεως» (με την πρόσθετη διευκρίνιση πως ο πρώην ενωμοτάρχης το κάνει «δημοσία»). Ενας ακόμη φέρεται να «τάσσεται υπέρ της Εθνικής Κυβερνήσεως μετά την 21-4-67», πληροφορία που καταχωρήθηκε ωστόσο σε διαφορετικό σημείο του βιογραφικού του.

«Γενικαί εντυπώσεις»


Το πιο γαργαλιστικό μέρος των αρχικών σημειωμάτων, που ο νομάρχης παρέλειψε πάντως ν’ αναπαραγάγει στο επίσημο τηλεγράφημά του προς την Αθήνα, τιτλοφορούνταν «Γενική εντύπωσις περί του ατόμου». Η γραφειοκρατική υπηρεσιακή ορολογία με τις υπαινικτικές αποχρώσεις της διασταυρώνεται εδώ με χοντροκομμένα κουτσομπολιά απροσδιόριστης φερεγγυότητας, για την προέλευση και τη σκοπιμότητα των οποίων μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε.

Ολοι -ή σχεδόν όλοι- οι υποψήφιοι παίρνουν φυσικά καλό βαθμό· η διαφορά έγκειται στις λεπτομέρειες. Δύο χαρακτηρίζονται «ακεραίου χαρακτήρος», δύο «λίαν καλού» και δύο απλώς «καλού»· όσον αφορά πάλι το «ήθος» των πρώτων τεσσάρων, ένας -ο νικητής- φέρεται να διαθέτει «άριστον», δύο «λίαν καλόν» κι ένας απλώς «καλόν». Ολοι οι υποψήφιοι της πρώτης ομάδας είναι «τίμιοι» και «ηθικοί», όλοι της δεύτερης «σοβαροί», «ευθείς», «ειλικρινείς», «ενεργητικοί», «εργατικοί» και «υγιών κοινωνικών φρονημάτων». Επτά στους οκτώ θεωρούνται «δραστήριοι» και τρεις από τους τέσσερις πρώτους «ευσυνείδητοι».

Στην πρώτη ομάδα, ένας -εννοείται ποιος- πιστώνεται με «αρίστην κοινωνικήν θέσιν και συμπεριφοράν», ένας με «λίαν καλή» και δύο με «καλή». Στη δεύτερη, πάλι, τρεις διαθέτουν «λίαν καλήν κοινωνικήν μόρφωσιν» κι ένας απλώς «καλήν»· όλοι, πάντως, κρίνονται «ικανοί διά συνεργασίαν εις θέματα γενικής φύσεως, αφορώντα το δημόσιον συμφέρον», καθώς αντιμετωπίζουν τα ζητήματα «υπό το πρίσμα της λογικής».

Σε δύο περιπτώσεις ξεκαθαρίζεται ρητά πως ο βιογραφούμενος «δεν έχει ελαττώματα», ενώ σε μια τρίτη απλώς «δεν διεπιστώθησαν». Εντελώς διαφορετική μεταχείριση επιφυλάσσεται ωστόσο στον 48χρονο έγγαμο γιατρό, που δέχεται κάτω από τη ζώνη την μπηχτή ότι, «κατ’ αρυσθείσας πληροφορίας, ρέπει εις την ικανοποίησιν σεξουαλικών επαφών, εκμεταλλευόμενος το επάγγελμά του».

Βαθμολογώντας με κόκκινο στυλό τη «ζωτικότητα» του συγκεκριμένου υποψηφίου, ο «άμεσος προϊστάμενος» του συντάκτη των παραπάνω γραμμών φάνηκε πάντως να διστάζει. Αρχικά έγραψε «μετρία», ύστερα όμως το ξανασκέφτηκε και διόρθωσε την εκτίμησή του: «Ζωτικότης: καλή».

Αγρόν Κεραμέως


Οι αρμοδιότητες και των δύο «Συμβουλευτικών» ήταν, όπως είδαμε, καθαρά διακοσμητικές. Τα μέλη τους δεν παρέλειψαν ωστόσο να κάνουν πολιτική, προετοιμαζόμενα για τη μελλοντική τους καριέρα στην «πειθαρχημένη δημοκρατία» που υποσχόταν ο δικτάτορας. Χαρακτηριστικό δείγμα, η έκκληση που, όπως μας πληροφορεί η «Μακεδονία» (30/7/1972), απηύθυναν στον Παπαδόπουλο 19 απ’ αυτούς, με πρώτο πρώτο τον ενωμοτάρχη δικηγόρο μας απ’ τη Χαλκιδική. Αφορούσε την «κάθαρσιν εις τον χώρον της ανωτάτης παιδείας» και το περιεχόμενό της διατηρεί ατόφια την επικαιρότητά του.

«Αι πρόσφατοι δηλώσεις του υπουργού παιδείας περί συναλλαγής κατά την εκλογήν των καθηγητών των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της χώρας μας», διαβάζουμε, «προεκάλεσαν εύλογον και ζωηράν συγκίνησιν εις την κοινήν γνώμην. […] Ημείς, οι οποίοι ακολουθούμεν και συνεχίζομεν μίαν επανάστασιν γενομένην διά τον θρίαμβον της υπευθυνότητος, αισθανόμεθα ενδόμυχον την ανάγκην να ζητήσωμεν κάθαρσιν. Ο νεπωτισμός και η συναλλαγή αν σημειούται να εκλείψη. Το έθνος διανύει ιστορικάς ώρας και ουδείς δικαιούται να αναστέλλη την αναγεννητικήν του πορείαν».

«Διά την εν γένει κάθαρσιν εις τον χώρον της ανωτάτης παιδείας», οι επίδοξοι εθνοπατέρες εισηγούνταν στον δικτάτορα δύο δραστικές μεταρρυθμίσεις, με καταφανή στόχο την κατάργηση κάθε ψήγματος αυτοτέλειας των ελληνικών ΑΕΙ. Η πρώτη αφορούσε τη μελλοντική επιλογή των πανεπιστημιακών καθηγητών διά «της υπό των σχολών υποδείξεως τουλάχιστον τριών υποψηφίων, της τελικής εκλογής επαφιεμένης εις την κρίσιν του υπουργού παιδείας». Η δεύτερη ήταν να «τροποποιηθή το ισχύον σύστημα της διοικήσεως των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ταύτης ανατιθεμένης εις εξωπανεπιστημιακάς προσωπικότητας».

Εντελώς πρωτότυπες, όντως, οι ιδέες της σημερινής κυβέρνησης Μητσοτάκη!


Πηγή: efsyn.gr

95

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση