Νόρα Ράλλη
Μια ταινία γεμάτη παιδική ευαισθησία και κρατική αναλγησία. Μια ταινία για την ελευθερία, την τιμωρία, τον σωφρονισμό και τη λύτρωση, βγαλμένη μέσα από τις εμπειρίες του βραβευμένου σκηνοθέτη.
Ολα ξεκίνησαν ενώ υπήρχε ακόμη η «Ελευθεροτυπία». Εκεί ο γνωστός και πολυβραβευμένος σκηνοθέτης Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος διάβασε ένα άρθρο για τη λειτουργία στην Ελλάδα δομών φιλοξενίας Γερμανών εφήβων με ήπια παραβατική συμπεριφορά.
«Μία από αυτές βρισκόταν στον Εβρο, σε ένα εγκαταλειμμένο χωριό, τα Κοίλα, κοντά στα σύνορα με την Τουρκία. Επισκέφτηκα τη δομή και είχα τη δυνατότητα να μιλήσω με τους υπεύθυνους, με τα παιδιά που φιλοξενούνταν εκείνη την περίοδο και να παρακολουθήσω την καθημερινότητα τους. Πρέπει να ομολογήσω πως η κατάσταση μου φάνηκε πολύ οικεία. Μου θύμισε δικές μου αντίστοιχες εμπειρίες, σε ανάλογες δομές φιλοξενίας, σε εφηβική και νεανική ηλικία, αν και όχι για τους ίδιους λόγους.
Μάλιστα, ο μεσαίος μου αδερφός, ο συγγραφέας Πέτρος Κουτσιαμπασάκος, που δυστυχώς έφυγε νωρίς από τη ζωή, είχε ζήσει 13 χρόνια σε τέτοιου είδους κοινότητες και έχει γράψει ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα πάνω σ’ αυτή την εμπειρία, το “Πόλεις παιδιών”», μας λέει.
Ολη αυτή την εμπειρία την έκανε σενάριο (μαζί με τους Γλυκερία Πατραμάνη, Παναγιώτη Χριστόπουλο και Γιάννη Τσίρο) και μετά ταινία, με τίτλο «Daniel 16». Ο Ντάνιελ είναι ακριβώς αυτό: ένας Γερμανός έφηβος γύρω στα 16 (Νικόλας Κίσκερ), που φτάνει σε μία κοινότητα «αγωγής ανηλίκων» στον Εβρο. Εκεί γνωρίζει τους ανθρώπους της δομής, ένα ακόμη παιδί και… ένα ακόμη παιδί. Γιος μετανάστη το τελευταίο, που καταλήγει να μείνει μόνο του και εντελώς αβοήθητο. Οι σχέσεις ανάμεσα στους ενηλίκους (Βασίλης Κουκαλάνι, Μαρλένε Καμίνσκι κ.ά.) πυροδοτούν τον βασικό αφηγηματικό άξονα της ταινίας που είναι η σχέση των τριών παιδιών: τι αισθάνονται, γιατί, πώς αντιδρούν, από τι πιάνονται για να συνεχίσουν, πώς αυτοοργανώνονται, τι επιλέγουν τελικά, αλλά και τι μαθήματα δίνουν τα ίδια στους μεγαλύτερους. Πράγματι αυτή η τελική επιλογή ξαφνιάζει αλλά και απελευθερώνει.
«Τα συναισθήματα που βιώνουν οι νεαροί πρωταγωνιστές της ταινίας, όπως ο κοινωνικός αποκλεισμός, η αίσθηση του εγκλεισμού και η ανάγκη μιας λειτουργικής οικογένειας, είναι συναισθήματα που μπορούσα πολύ εύκολα να τα κατανοήσω. Αλλωστε γι’ αυτό τον λόγο η ταινία είναι αφιερωμένη στην Αννα, τον Μάρκο και τον Παύλο, την οικογένεια που κατάφερα ο ίδιος να δημιουργήσω» εξηγεί ο κ. Κουτσιαμπασάκος.
«Η απόγνωση, η μοναξιά, ο θυμός και η επιθετικότητα που εκδηλώνουν οι νεαροί πρωταγωνιστές της ταινίας είναι κατ’ ουσίαν ο καθρέφτης μιας κοινωνίας που δεν μπορεί να τους εξασφαλίσει την παιδικότητά τους, απέτυχε ως προς αυτό. Τα πιο παραμελημένα μέλη της κοινωνίας μας σήμερα είναι τα παιδιά, είναι εντελώς αβοήθητα και παντελώς εκτεθειμένα σε ένα απειλητικό ψηφιακό περιβάλλον και ένα ανύπαρκτο εκπαιδευτικό σύστημα. Ετσι δεν λαμβάνουν τα ουσιαστικά εφόδια για να μπορέσουν να πορευτούν στην ενήλικη ζωή τους, ειδικά όταν τα περισσότερα ζουν μέσα σε τοξικά οικογενειακά περιβάλλοντα, τσακισμένα από την οικονομική ανέχεια και ανεργία… Οσον αφορά το ζήτημα προσφυγικό και παιδιά, ας μην το συζητήσουμε, είναι μια τραγωδία, μια ντροπή».
Πράγματι η ταινία συμπεριλαμβάνει και το θέμα του προσφυγικού, σχεδόν με μία ωμή κινηματογραφική προσέγγιση που, ωστόσο, δεν μένει μετέωρη, αλλά συνδέεται οργανικά τόσο σε επίπεδο συμβόλων όσο και δομής τόσο της ίδιας της ταινίας όσο και της κοινωνίας στην οποία απευθύνεται και την οποία καθρεφτίζει.
Στην ταινία ο Ντάνιελ βλέπει τα νεκρά, ξεβρασμένα πτώματα μεταναστών, αλλά γίνεται και μάρτυρας μια στυγνής δολοφονίας ενός «ανύπαρκτου» για την Πολιτεία ανθρώπου: «Είναι σοκαριστικό γεγονός γι’ αυτόν αλλά και μια αφορμή για την επώδυνη πορεία του προς την προσωπική του λύτρωση. Ουσιαστικά ο θάνατος αυτός γίνεται αιτία να αναζητήσει το δικό του ανθρώπινο πρόσωπο και να παράσχει φροντίδα. Αυτό, με τη σειρά του, το να δώσει φροντίδα δηλαδή, τον λυτρώνει από το γεγονός ότι δεν τον φρόντισαν ποτέ. Σ’ αυτό το πλαίσιο είναι αποκαρδιωτικό να βλέπεις σήμερα ανθρώπους να αφήνουν μικρά παιδιά να πεθαίνουν αβοήθητα, όπως έγινε με τη μικρή Ολγα στο Κερατσίνι ή ακόμη και να σκοτώνουν νέους ανθρώπους με τέτοια σκληρότητα όπως έγινε με τον Ζακ Κωστόπουλο και τους νεαρούς Ρομά», μας λέει ο σκηνοθέτης.
Οσο για τους διεθνείς θεσμούς, στην ταινία φαίνεται να κάνουν μάθημα τα παιδιά περί της Ε.Ε., όπου και ακούγονται οι τρεις βασικοί της πυλώνες: Δημοκρατία – Ελευθερία – Δικαιοσύνη. Είναι πράγματι αυτά τα τρία η Ε.Ε.; «Η Ευρωπαϊκή Ενωση σήμερα είναι πολύ μακριά από τα κοινά ιδανικά της, όπως η ενότητα, η ισότητα και η ευημερία καθώς και πολύ μακριά από τους στόχους της, όπως η προστασία και η βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος, η καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού και των διακρίσεων, η προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών και της προστασίας των δικαιωμάτων του παιδιού», απαντά ο Δ. Κουτσιαμπασάκος. «Δυστυχώς περνάει μια πρωτοφανή κρίση, πολιτική και οικονομική, η οποία συνεχώς επιδεινώνεται και μοιάζει να μην έχει τέλος. Ιδιαίτερα η χώρα μας το γνωρίζει πολύ καλά αυτό».
Η ταινία έχει ήδη λάβει Βραβείο Κοινού στο περσινό, 61ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και αποτελεί τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του σκηνοθέτη, ο οποίος μετά τον «Γιο του Φύλακα» (2006), επικεντρώθηκε στο ντοκιμαντέρ, με ταινίες που όλες βραβεύτηκαν σε φεστιβάλ της χώρας αλλά και διεθνώς («Ο Μανάβης», «Ηθοποιοί: Ημερολόγιο σπουδής», «Σιωπηλός μάρτυρας», «Γιάννης Καστρίτσης – Ο άνθρωπος και ο ίσκιος του»). Ο ίδιος, πέρα από σκηνοθέτης, είναι και αναπληρωτής καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών, στο Τμήμα Κινηματογράφου του ΑΠΘ, ενώ σκηνοθεσία σπούδασε στο Πανρωσικό Κρατικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου της Μόσχας (VGIK).
⚫ INFO: Το «Daniel 16» βγαίνει αυτή την Πέμπτη στους κινηματογράφους σε διανομή του Cinobo, όπου και θα ανέβει αργότερα. Πρόκειται για μια νέα ελληνική streaming πλατφόρμα που ειδικεύεται στον ανεξάρτητο και arthouse παγκόσμιο κινηματογράφο. Μία πλατφόρμα που φτιάχτηκε από λάτρεις του σινεμά για λάτρεις του σινεμά και που, όπως εξελίσσεται ως προς την ελληνική κινηματογραφική παραγωγή, φαίνεται να στηρίζει και να προωθεί την εγχώρια κινηματογραφία πολύ περισσότερο από αντίστοιχους κρατικούς θεσμούς και φορείς.
Πηγή: efsyn.gr