Ο Μαραθώνιος Δρόμος πρωτοεισήχθηκε το 1896 και είχε αναχθεί σε ύψιστο εθνικό θέμα της εποχής η πρωτιά Έλληνα αθλητή. Ο πραγματικός τελικά νικητής Χαρίλαος Βασιλάκος φέρεται να «είχεν απόφασιν ν’αυτοκτονήση εάν εκέρδιζε ξένος τον Μαραθώνειον». Η Ελληνική Οργανωτική Επιτροπή των πρώτων συγχρόνων Oλυμπιακών Αγώνων καθόρισε την ελληνική συμμετοχή στον Μαραθώνιο σε πέντε αθλητές και οργάνωσε την 12 Μαρτίου 1896 πανελλήνιο αγώνα, οι πρώτοι πέντε του οποίου θα αποτελούσαν την Ελληνική συμμετοχή.
Επρώτευσαν οι Χαριλ. Βασιλάκος, με δεύτερο τον Σπυρ. Μπελόκα που ήσαν ήδη γνωστοί για τις νίκες τους προ – αλλά και μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες – σε δρόμους αντοχής. Μπήκε όμως παράτυπα και ο έκτος και επηκολούθησε καταιγισμός πιέσεων για την οργάνωση συμπληρωματικής προκρίσεως για την πρόκρισι και άλλων τεσσάρων αθλητών πού θα συμπλήρωναν δεκαμελή τελικά ομάδα. Ο παράγων και ιστορικός του ΣΕΓΑΣ Π. Μανιτάκης γράφει στο βιβλίο του (1930) ότι άνοιξε η όρεξις για προσθήκη και άλλων αθλητών που επίεζαν «με την υποστήριξη του Τύπου και με … πολιτικά ακόμη μέσα». Έγινε συνεπώς συμπληρωματικός Μαραθώνιος με συμμετοχή Μαρουσιωτών και Χαλανδριωτών. Παρά ταύτα ο παραλογισμός συνεχίσθηκε με το παιχνίδι της «κολοκυθιάς» (γιατί δέκα και όχι ένδεκα) και πήραν 12! Κατόπιν των παρατυπιών μπήκε και ο Σπύρος Λούης, ο ενδέκατος κατ΄ αξίαν των προκριματικών. Που τερμάτισε μάλιστα και κάτω του ορίου που είχε τεθεί, ο χρόνος του ήταν 3:19 ώρες. Στον τελικό βέβαια θα συντρίψει το ατομικό του ρεκόρ! Πρωταγωνιστικό ρόλο στις παρατυπίες έπαιξε ο ταγματάρχης Ι. Παπαδιαμαντόπουλος, υπασπιστής του Βασιλέως Γεωργίου, μέλος της Οργαν. Επιτροπής των Ο.Α. και ειδικός έφορος του Μαραθωνίου δρόμου του 1896. Ο Παπαδιαμαντόπουλος είχε τον Λούη «ορντινάτσα» όταν αυτός έκανε τη θητεία του.