Το γλωσσικό δίλημμα στη Θράκη

Το γλωσσικό δίλημμα στη Θράκη

7της Μαριλένας Καραφώτη

Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, που η γλωσσική και θρησκευτική ομοιογένεια παρουσιάζουν πολύ υψηλό ποσοστό επί του πληθυσμού, υπάρχει ένα κομμάτι αυτού που χαρακτηρίζεται επισήμως ως μειονότητα θρησκευτική και γλωσσική. Είναι αυτό των τουρκόφωνων μουσουλμάνων της Θράκης.

Ένα φαινόμενο ιδιαιτέρως ενδιαφέρον τόσο για τους λόγους και τις συγκυρίες που το προκάλεσαν και το συντηρούν, όσο και για τη μετέπειτα εξέλιξή του μέσα στα όρια μιας ευρωπαϊκής χώρας που θεωρεί την παιδεία ως ανθρώπινο δικαίωμα.
Η ρήση «Μία γλώσσα ένας άνθρωπος» εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την αξία της γλωσσικής διαφορετικότητας.
Η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης είναι η μόνη επίσημα αναγνωρισμένη μειονότητα στην Ελλάδα (Λωζάννη στις 24 Ιουλίου 1923). Η εκπαίδευσή της διέπεται από ιδιαίτερο νομικό καθεστώς, προϊόν διεθνών συμβάσεων, παρέχεται σε ξεχωριστά σχολεία, τα οποία απευθύνονται μόνο σε μειονοτικούς μαθητές και λειτουργούν με δίγλωσσο πρόγραμμα.
Η τουρκική αποτελεί την πιο σημαντική μειονοτική γλώσσα στην Ελλάδα και η τουρκόφωνη πληθυσμιακή ομάδα είναι ίσως η μόνη που θα μπορούσε να θεωρηθεί, «γλωσσική μειονότητα».Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία είναι η διαπίστωση ότι τα μέλη της τουρκόφωνης μειονότητας αντίθετα με τα τουρκικά γνωρίζουν ελάχιστα τα ελληνικά. Οι νέοι της μειονότητας φοιτούν σε μεγάλο βαθμό στα ιδρύματα δευτεροβάθμιας και ανώτατης εκπαίδευσης της Τουρκίας. Αυτή η κατάσταση μεταφράζεται σε σχολική αποτυχία (αποτυχία στις εισαγωγικές εξετάσεις στα ελληνικά ΑΕΙ), στις ελλείψεις και αδυναμίες του ισχύοντος δίγλωσσου εκπαιδευτικού συστήματος και στην άρνηση των τουρκόφωνων να μάθουν ελληνικά καθώς φοβούνται την αφομοίωσή τους. Οι τουρκόφωνοι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων, παρ” όλα αυτά γνωρίζουν και χρησιμοποιούν περισσότερο τα ελληνικά από τους κατοίκους των αγροτικών περιοχών, γιατί οι ευκαιρίες επαφών με την ελληνόφωνη κοινότητα είναι περισσότερες σε αστικό περιβάλλον.
Η διγλωσσία και η επαφή των δύο γλωσσών, των τουρκικών και των ελληνικών, στη Θράκη, έχουν σχέση με τις ιδιαιτερότητες της μουσουλμανικής μειονότητας που έχει ελάχιστα κοινά χαρακτηριστικά με άλλες μειονότητες εντός και εκτός της Ευρώπης. Ένα σημαντικό σημείο είναι το γεγονός ότι η ύπαρξη και τα δικαιώματα αυτής της μειονότητας εξαρτώνται άμεσα από αυτά μιας άλλης δίγλωσσης κοινότητας, της ελληνόφωνης χριστιανικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης.
Έτσι λοιπόν αντίθετα με άλλες μειονοτικές γλώσσες η τουρκική, αποτελεί μια «κυριαρχούμενη γλώσσα υψηλής ζωτικότητας», η κύρια έκφραση κοινωνικής συνοχής, η γλώσσα της οικογένειας και της θρησκείας, ενώ ο ρόλος της ελληνικής είναι πιο ειδικός αφού ανταποκρίνεται αποκλειστικά σε συγκεκριμένες επαγγελματικές ανάγκες.
Παρ” όλα αυτά ο ρόλος της ελληνικής γλώσσας αυξάνεται τα τελευταία χρόνια και η κοινωνική σημασία της έχει γίνει αντιληπτή, από ένα μικρό σχετικά τμήμα του πληθυσμού.
Οι κάτοικοι της μειονότητας αναγνωρίζουν τη χρησιμότητα της ελληνικής για εκπαιδευτικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς αλλά και επικοινωνιακούς σκοπούς και τη χρησιμότητα της τουρκικής ως συμβόλου της θρησκείας και της εθνικής καταγωγής.Το ζητούμενο είναι κατά πόσο η εκπαίδευση θα συμβάλει στη προστασία μεν, δικαιωμάτων διατήρησης της μητρικής γλώσσας και θρησκείας της μειονότητας αλλά θα βοηθήσει δε και στη κατάδειξη της γλωσσικής ποικιλίας, την ανάγκη αποδοχής και συνειδητοποίησης της.
Ο τρόπος είναι να υπάρξει η ορθή διδασκαλεία της ελληνικής και η παροχή παιδείας ισότιμης και ισάξιας με αυτή των μη μειονοτικών πολιτών, και στη θέση του ρατσιστικού τρόπου σκέψης να υπάρξει η συνύπαρξη των γλωσσών και κατ” ευχή και επιδίωξη στην ειρηνική συνύπαρξη των λαών.
Πηγη:www.flust.gr μέσω http://xronika05.blogspot.gr
43

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση