«Μη λέτε θύμα, το όνομα της να λέτε» – Σεξουαλική κακοποίηση, σιωπή & victim blaming

«Μη λέτε θύμα, το όνομα της να λέτε» – Σεξουαλική κακοποίηση, σιωπή & victim blaming

της Γεωργίας Κριεμπάρδη

Έχουμε ανάγκη από ανάσες ανθρωπιάς. Και το Βαλς Νο6 είναι μία από αυτές. Μια παράσταση, ένας μονόλογος σε ερμηνεία της Μαρίας Κουβίδη. Μιλώντας μαζί της, μου ξεδίπλωσε όλες τις σκέψεις της γύρω από μια παράσταση που αφορά τη σεξουαλική κακοποίηση, τη σιωπή που κάλυπτε μέχρι πρότινος ένα τέτοιο γεγονός, τον περίγυρο που ξέρει και δεν μιλάει, τα λαϊκά δικαστήρια που στήνονται γύρω από το θύμα, αλλά κυρίως τον αγώνα που δίνει μία θηλυκή φύση για να ακουστεί, να γίνει πιστευτή και να ανασυνθέσει τον εαυτό της μετά από κάτι τέτοιο.


Έχουμε ανάγκη από ανάσες ανθρωπιάς. Έχουμε ανάγκη κάτι να μας υπενθυμίζει πως απέναντι από το σκοτάδι υπάρχει πάντα το φως. Και το Βαλς Νο6 αυτό κάνει. Όταν μου μίλησαν για την παράσταση, αρκούσε το «πραγματεύεται τη σεξουαλική κακοποίηση και την έμφυλη βία» για να ασχοληθώ περισσότερο. Επικοινώνησα με την πρωταγωνίστρια, Μαρία Κουβίδη, δασκάλα θεάτρου σε σχολείο, συντονίστρια ομάδων δραματοθεραπείας, και «ηθοποιός κατά περίσταση», όπως δηλώνει. «Είμαι κάπως πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης, αλλά γύρω από το θέατρο πάντα».

Η παράσταση Βαλς Νο6 είναι «το πρώτο μου μάλλον απονενοημένο διάβημα, ένας μονόλογος, από το πουθενά, μια απόφαση που δεν στηρίχτηκε σε καμία λογική διεργασία, παρά σε μια άγνοια κινδύνου και στην ανάγκη να ειπωθεί μια ιστορία. Δεν ξεκινάω κάτι, δεν έχω κάποια βλέψη για την έκβαση ή τη συνέχεια, θα ήθελα απλώς όταν κοιτάζω πίσω αργότερα, να έχω πει αυτή την ιστορία» λέει η ίδια.

Και ποια είναι αυτή η ιστορία; Μια ιστορία που χωράει θέματα όπως τη σιωπή που κάλυπτε μέχρι πρότινος ένα γεγονός σεξουαλικής κακοποίησης, τον περίγυρο που ξέρει και δεν μιλάει, τα λαϊκά δικαστήρια που στήνονται γύρω από το θύμα- πάντα για κάποιο λόγο- την ίδια τη λέξη θύμα, αλλά κυρίως τον αγώνα που δίνει μία θηλυκή φύση για να ακουστεί, να γίνει πιστευτή και να ανασυνθέσει τον εαυτό της μετά από κάτι τέτοιο. «Είναι μάλλον με δύο λόγια ένα ψυχογράφημα ενός κακοποιημένου πλάσματος, που δεν “πατάει” όμως στον ρεαλισμό, αλλά σε έναν ίσως “λοξό” ρεαλισμό, σαν να είναι ένα παραμύθι για μεγάλους, που περνάει μεν μέσα από σκοτάδια αλλά ψάχνει το φως μέσα σε όλη αυτή τη συνθήκη» περιγράφει η Μαρία.

«Αυτό το έργο το γνωρίζω και το αγαπώ χρόνια, τον τελευταίο καιρό όμως απέκτησε μια τρομακτική σύνδεση με την πραγματικότητα. Μαζί με τον σκηνοθέτη μου, τον Κωνσταντίνο Φάμη, το δουλεύουμε προς αυτή την κατεύθυνση εντελώς, της έμφυλης βίας, όσο καιρό όμως δουλεύουμε η πραγματικότητα έχει δυστυχώς ξεπεράσει κάθε νοσηρή φαντασία και υπάρχουν στιγμές που σκέφτομαι ότι το κείμενο αυτό καθαυτό, αλλά κι εγώ η ίδια είμαστε κατώτεροι των περιστάσεων» σημειώνει εμφατικά η ίδια που μιλά για ένα έργο που «προσφέρει την αισθητική απόσταση, ώστε να επεξεργαστούμε κάπως αυτό το συλλογικό τραύμα με το οποίο είμαστε αντιμέτωποι».

«Όταν σπάει η σιωπή, έχουμε ήδη κατακτήσει κάτι μεγάλο»


Με συγκινούν βαθιά όσοι σηκώνονται από τον καναπέ τους για να βροντοφωνάξουν κάτι. Να βροντοφωνάξουν το αυτονόητο, που ακόμη δεν το έχουμε κατακτήσει. Η Μαρία, μια θηλυκότητα, με συγκινεί βαθιά με αυτήν την παράσταση. «Όταν σπάει η σιωπή, έχουμε ήδη κατακτήσει κάτι μεγάλο. Άκουσα τις προάλλες για παράδειγμα στη δουλειά, ένα αγόρι να λέει σ’ ένα κορίτσι περιπαικτικά δεν έχεις δύναμη (σωματική) να μου κάνεις τίποτα και το κορίτσι να απαντάει έχω όμως γλώσσα και φωνή και μπορεί να σε πονέσει περισσότερο. Αυτό είναι κέρδος, επώδυνα κατακτημένο, αλλά κέρδος».

«Δεν ξέρω δυστυχώς γιατί φωνάζουμε ακόμη για τα αυτονόητα», μου λέει. «Όταν διαβάζω αναρτήσεις που λοιδορούν ένα θύμα κακοποίησης, όταν ακούμε συνέχεια “τι γύρευε ο ένας εκεί” και “τι γύρευε η άλλη εκεί”, όταν δε μπορούμε να συνεννοηθούμε για τον όρο γυναικοκτονία, δεν αντέχεται. Και δεν έχουν φύλο αυτές οι αντιδράσεις, διαβάζουμε ανατριχιαστικά πράγματα από γυναίκες και λες πώς γίνεται να μη σκέφτεται ότι θα μπορούσε κάλλιστα να βρεθεί σ’ αυτή τη θέση. Από την άλλη, βλέπεις και την πορεία της Παρασκευής και λες δεν έχουν χαθεί όλα, κάτι γίνεται, κάτι δυνατό».

 

Τα κυρίαρχα Μέσα αρέσκονται στον κιτρινισμό και σε ό,τι φτηνό πουλάει. Δίνουν βήμα σε απόψεις που ξέρουν ότι θα προκαλέσουν ντόρο. «Για τις γυναικοκτονίες φταίει και η φλυαρία των γυναικών», «είναι της μόδας το metoo και η καθεμία βγαίνει και καταγγέλλει βιασμό» ακούσαμε πρόσφατα. «Είναι πολύ της “μόδας” πάντως να προσπαθούν να υποβιβάσουν κάποιοι αυτό που συμβαίνει, το metoo δηλαδή» θα πει η Μαρία και θα τοποθετήσει το ζήτημα στη σωστή του βάση.

Το victim blaming είναι ένα ακόμα σημείο στο οποίο το έργο στέκεται. «Εμένα με αφορά πολύ το κομμάτι της αντίδρασης των τρίτων σε ένα τέτοιο γεγονός κι αυτό νομίζω το ακουμπάει πολύ το έργο, το λεγόμενο victim blaming. Ένα φαινόμενο που το παρατηρώ με σοκ και δέος κάθε φορά, δηλαδή ποια εσωτερική ανάγκη μπορεί να σου καλύπτει κάτι τέτοιο; Δηλαδή κάπως σωπαίνουμε όταν δεν πρέπει και μιλάμε όταν δεν πρέπει και λέμε τα λάθος πράγματα…» τονίζει.

Για το τέλος της ζήτησα να μου συμπληρώσει τη φράση: «Mάθε στον γιο σου…».

Μάθε στο γιο σου, ότι είναι οκ να είναι ευάλωτος, ότι είναι οκ να κλάψει, ότι η λέξη κορίτσι δεν είναι βρισιά, πάρε από πάνω του το βάρος του να είναι «άντρας», ότι οι άλλοι δεν του ανήκουν, ότι το όχι είναι όχι…αλλά ξέρεις τι;
Να γίνουμε εμείς καλύτεροι πρώτα, για να έχουν τα παιδιά κάπου να κοιτάνε…

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ


Ο χρόνος για την Σόνια σταμάτησε στην ηλικία των 15, δεν μεγάλωσε ποτέ.
Τώρα «ξυπνάει» σε έναν μη- χρόνο και έναν μη- τόπο.
Η μνήμη της δεν την βοηθάει, μέσα στο κεφάλι της μισά πρόσωπα, ένα φόρεμα, ψήγματα από εικόνες και φράσεις, φαντασία και πραγματικότητα μπερδεύονται μέχρι να βρει την άκρη και να αρχίσει να ξετυλίγει το κουβάρι…
«Οι αναμνήσεις μου γυρνούν σε κομματάκια… μόλις πριν ένα λεπτό ήμουν μικρό κοριτσάκι»
Η Σόνια παλεύει με όλους και με όλα και μαζεύει τα κομματάκια της για να συνθέσει την ιστορία της και να πάρει πίσω αυτό που της ανήκει, τον εαυτό της.
«Μη λέτε θύμα, το όνομα της να λέτε! Θέλω το όνομα της!»
Μία ιστορία για το τέλος της σιωπής, για τα κορίτσια που παλεύουν με το σκοτάδι τους και βγαίνουν στο φως.
Βαλς Νο6 του Nelson Rodrigues
Ξενοδοχείο Μπάγκειον από τις 11/2 ως τις 27/2, κάθε Παρασκεύη, Σάββατο και Κυριακή

Μετάφραση: Μαρία Κουβίδη

Σκηνοθεσία- Φωτισμοί: Κωνσταντίνος Φάμης

Σκηνικός χώρος – κοστούμι: Κατερίνα Καλφόγλου

Επιμέλεια κίνησης: Ηρακλής Κωτσαρίνης

Μουσική επιμέλεια : Γιάννης Μαδούρος

Φωτογραφίες: Φάνης Παυλόπουλος

Στον ρόλο της Σόνιας: Μαρία Κουβίδη


 

Πηγή: thepressproject.gr

18

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση