Μπορεί ο άνθρωπος να αναζητήσει την αγάπη μέσα στη ναζιστική Κόλαση;

Μπορεί ο άνθρωπος να αναζητήσει την αγάπη μέσα στη ναζιστική Κόλαση;

Το – κατά Πέτρο Ζούλια – «Bent» του Μάρτιν Σέρμαν είναι μία παράσταση που θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία για την ιστορική αλήθεια, τον σεβασμό στη διαφορετικότητα και την ανθρώπινη αλληλεγγύη.

Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Πέτρος Ζούλιας στο θέατρο «Χώρα» της Κυψέλης είναι μια γροθιά στο στομάχι. Η υπενθύμιση της φρίκης που ενέσκηψε στην Ευρώπη κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η συνειδητοποίηση πως ο φασισμός έχει πολλά κεφάλια και επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας. Θα θυμηθώ τα γεγονότα στο θέατρο Χυτήριο όταν οι χρυσαυγίτες προπηλάκιζαν τον κόσμο και ο καταδικασθείς Λαγός μιλούσε για…«αλβανικές κωλοτρυπίδες». Αναρωτιέσαι στ’ αλήθεια τι έχει αλλάξει από τις δεκαετίες του 1930 και του ’40, τότε που οι ομοφυλόφιλοι, οι «απροσάρμοστοι» και οι «α-κοινωνικοί», σύμφωνα με το ναζιστικό καθεστώς, αντιμετωπίζονταν χειρότερα από τους Εβραίους, τους Σίντι και τους Ρομά. Αυτό περιέγραψε ο Αμερικανός συγγραφέας Μάρτιν Σέρμαν στο οριακό έργο του, «Bent», και αυτό μετέφερε στη σκηνή σήμερα ο έμπειρος Ζούλιας.
Το «Bent» ωστόσο δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και η απέλπιδα αναζήτηση της αγάπης μέσα στο πιο εφιαλτικό σκηνικό που θα μπορούσε να βιώσει άνθρωπος, η προσπάθεια για απώθηση της ερωτικής επιθυμίας και του σεξουαλικού ενστίκτου εκεί που δύο παγιδευμένοι, τσακισμένοι άνθρωποι εξακολουθούν να μπορούν να κάνουν έρωτα ακόμη και δίχως να αγγίζονται.
Σ’ αυτή τη σκηνή θα ήθελα να σταθώ έτσι όπως εξελίχτηκε μπροστά στα μάτια μας από το πρωταγωνιστικό δίδυμο, τον Μέμο Μπεγνή και τον Ιωάννη Αθανασόπουλο. Μία σκηνή παρακινδυνευμένη που θα μπορούσε να προκαλέσει το γέλιο και όχι το δάκρυ, αν οι ηθοποιοί δεν στέκονταν στο ύψος τους και δεν φανέρωναν πως έχουν ωριμάσει στην τέχνη τους. Κακά τα ψέματα, τόσο ο Μπεγνής, με τη μεγαλύτερη θητεία στα καλλιτεχνικά δρώμενα, όσο και ο νεότερος Αθανασόπουλος, είναι δύο ηθοποιοί που έγιναν ευρέως γνωστοί από την τηλεόραση, ένα μέσο που λειτουργεί συνήθως ως χωνευτήρι ταλέντων. Με τη συμμετοχή τους στη συγκεκριμένη παράσταση, πιστεύω πως πραγματικά καταθέτουν αμφότεροι ό,τι πιο σημαντικό στη μέχρι τώρα πορεία τους. Διότι δεν παίζουν απλά, αλλά ερμηνεύουν! Ακόμη και το ό,τι κάθε βράδυ κουβαλούν πραγματικές βαριές πέτρες στο υποτιθέμενο λατομείο του στρατοπέδου, ναι μεν έχει μια αύρα ακραίου νατουραλισμού, φανερώνουν όμως με τον σωματικό κάματο τους πως είναι απόλυτα δοσμένοι στους ρόλους τους και στην ανάδειξη της μαύρης ψυχολογίας των χαρακτήρων.
Είχε πολύ δίκιο, λοιπόν, ο Πέτρος Ζούλιας όταν μου έλεγε σε πρόσφατη συνέντευξη του πώς δεν είδε τους ηθοποιούς του ως δύο σταρ, αφού δεν γέρνουν στην κατηγοριοποίηση «ποιοτικός – εμπορικός», μα αντιθέτως τους αντιμετώπισε σαν δύο κανονικούς, ταλαντούχους και «διαθέσιμους» ηθοποιούς. Το αποτέλεσμα τον δικαίωσε για την επιλογή του. Και όχι μόνο για το κομμάτι του casting, που’ναι και το πιο νευραλγικό σε μία παράσταση, αλλά και σ’ αυτό της σκηνοθεσίας.
Αν και τα σκηνικά της Μαίρης Τσαγκάρη είναι μίνιμαλ, συγκριτικά με άλλες παραστάσεις του σκηνοθέτη σε διαφορετικούς χώρους, από κοινού κατάφεραν να μας μεταφέρουν στη δημοκρατία της Βαϊμάρης, στο ταξίδι με το τρένο και τελικά στο φρικαλέο στρατόπεδο συγκέντρωσης, εκεί που εξελίσσεται η κυρίως δράση. Εξαιρετική και η επιλογή του συνθέτη Θοδωρή Οικονόμου για το μουσικό μέρος της παράστασης. Αφού κατάφερε ο Οικονόμου να γράψει για τη φωνή της drag queen Γκρέτα (ένας, πραγματικά, έξοχος Μανόλης Θεοδωράκης) ένα τραγούδι για τους δρόμους του Βερολίνου, που δεν παραπέμπει ούτε στον Φίλιπ Γκλας, τον συνθέτη της ομότιτλης κινηματογραφικής μεταφοράς, μα ούτε και στον Γιάννη Σπανό, τον πρώτο συνθέτη – διδάξαντα του «Bent» στην Ελλάδα, σημαίνει πως δούλεψε πολύ με το ιστορικό θέμα και το μουσικό background της εποχής (Kurt Weil κλπ.) σε συνδυασμό – εννοείται – με την πιο προσωπική του ματιά.
Πιστά στο πλαίσιο της εποχής επίσης τα κοστούμια του Νίκου Χαρλαύτη και κάποιες ερμηνείες που ξεχωρίζουν, πέραν των Μπεγνή – Αθανασόπουλου και του Θεοδωράκη, είναι αυτές του βετεράνου Δημήτρη Καραμπέτση (θείος Φρεντ), του Γιάννη Σίντου (Ρούντυ) και του James Rodi (Βολφ).
Ο συγγραφέας Μάρτιν Σέρμαν, που είχα την ευκαιρία να συνομιλήσουμε τον περασμένο Ιούνιο στο Λονδίνο, εξομολογήθηκε πως δεν πιστεύει στην νίκη της ζωής επί του θανάτου, όταν η πρώτη εξελίσσεται μέσα σ’ ένα ναζιστικό στρατόπεδο. Στην ουσία ανέτρεψε το ίδιο το μήνυμα του έργου του, ενός έργου που θεωρείται πλέον κλασικό και παίζεται σ’ όλες τις χώρες του κόσμου. Κι εδώ έρχεται ο Πέτρος Ζούλιας για ν’ ασχοληθεί με το «Bent» και πάλι, στοχεύοντας σ’ ένα μανιφέστο υπέρ του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση, στην αλληλεγγύη και στην αγάπη για κάθε ξένο και αλλότριο που στέκεται δίπλα μας.
Πηγή:  koutipandoras.gr
27

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση