Μια συνέντευξη του Θ.Παπακωνσταντίνου και δύο ντοκουμέντα για τη σχέση του με τον Λοϊζο

Μια συνέντευξη του Θ.Παπακωνσταντίνου και δύο ντοκουμέντα για τη σχέση του με τον Λοϊζο

Φωτεινή Λαμπρίδη

 

«Μόλις διάβασα τα κομμάτια σου και μ’αρέσανε. Τηλεφώνησε μου». Το τηλεγράφημα που δημοσιεύει το tvxs.gr έλαβε ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, 20 ετών τότε από τον Μάνο Λοϊζο. Πάνω από 40 χρόνια μετά, κάποια από αυτά έρχονται μελοποιημένα και με τη φωνή του Λοΐζου στο φως στο πλαίσιο του αφιερώματος στον μεγάλο αυτόν δημιουργό.


Όπως μου είπε πριν λίγες μέρες η Μυρσίνη Λοΐζου, βρέθηκαν σε κασέτες που ήρθαν μαζί με το φέρετρο του, από τη Μόσχα όπου νοσηλευόταν ο πατέρας της τις τελευταίες του μέρες κατά τις οποίες δεν αποχωρίστηκε την κιθάρα του, έγραφε ντέμο έως την τελευταία στιγμή. Άκουσα τα τραγούδια και συγκινήθηκα. Αυτή είναι μια ιστορία που αξίζει να καταγραφεί, σκέφτηκα γιατί πέρα από όλα τ’άλλα, αφορά δυο αγαπημένους και σημαντικούς δημιουργούς, των οποίων η ζωή και το έργο δεν βρίσκονται σε διάσταση, πράγμα σπάνιο κατά την ταπεινή μου γνώμη και μια εποχή άλλων ταχυτήτων και πολύ καθοριστική για το ελληνικό τραγούδι.

Πως συνάντησε ο 20χρονος τότε Θανάσης τον Μάνο Λοϊζο; Τι είδε άραγε ο Μάνος στον στίχο του φοιτητή τότε Θανάση κι έσπευσε να καταπιαστεί με τον στίχο του; Τι θα είχε αλλάξει στην πορεία του Θανάση ο οποίος λαμβάνει σήμερα -αντίστοιχα–τα τραγούδια νέων δημιουργών, αν ο Μάνος ζούσε περισσότερο; Πόσο τυχαίο είναι που η Μυρσίνη αισθάνεται ιδιαίτερη συγγένεια με την τέχνη του Θανάση; Του τηλεφώνησα διψασμένη να ακούσω την ιστορία και αποζημιώθηκα. Την παρακάτω συνέντευξη συνοδεύουν δυο ντοκουμέντα. Το τηλεγράφημα του Λοϊζου και ένα από τα στιχουργήματα του Θανάση, χειρόγραφο, στη μορφή που το έλαβε ο Μάνος Λοϊζος.

Πως ήταν ο Θανάσης των 20 ετών; Ποια μουσική σε συγκινούσε;

Άκουγα μουσική από πολύ μικρός. Κι επειδή πέρασα ένα σεβαστό μέρος της παιδικής και της προεφηβικής ηλικίας στη Χούντα, άκουγα αναγκαστικά-γιατί μόνο ραδιόφωνο είχαμε- τις βλακείες εκείνης της εποχής. Αλλά παράλληλα και παραδοσιακή μουσική που τραγουδούσαν οι γονείς μου στο σπίτι…Καθώς και κάποια λαΪκά, όπως Τσιτσάνη και Καλδάρα που ξέφευγαν από την σκόπιμη ελαφρότητα των ραδιοφωνικών επιλογών της χούντας . Αποτέλεσαν για εμένα στήριγμα  αυτά τα δημοτικά και λαϊκά  τραγούδια, όπως αντιλαμβάνομαι σήμερα.

Αργότερα όταν ανακάλυψα το Σαββόπουλο και τον Λοϊζο, ανοίχτηκε μπροστά μου ένα ωραίο τοπίο. Αγαπούσα τις δημιουργίες του Λοΐζου. Ήταν πολύ μελωδικός και με διαφορετικές εκδοχές στην τέχνη του. Λαϊκότροπα, μπαλάντες…

Από πότε γράφεις στίχους και πως έφτασαν  στον Λοϊζο;

Έγραφα στίχο από μικρός. Μουσική έγραψα αργότερα γύρω στο 1980. Δεν έγινα ποτέ καλός οργανοπαίχτης, γιατί προσπαθούσα να βγάλω δικές μου μελωδίες. Βαριόμουνα θανάσιμα την εξάσκηση στο όργανο.

Κάποια στιγμή μου ήρθε να στείλω στο Λοϊζο ένα γράμμα με στίχους μου, όπως στέλνουν σήμερα σε εμένα τα τραγούδια τους νέα παιδιά. Χωρίς να περιμένω  όμως κάτι το ιδιαίτερο. Πρέπει να ήταν γύρω στο ΄79-80. Ήμουν γύρω στα 19 με 20, φοιτητής στη Θεσσαλονίκη. Πρέπει να του έγραφα διάφορα πέρα από τους στίχους γιατί μου ανέφερε ένας φίλος του ότι του είπε κάποια στιγμή ο Μάνος: «αυτό το παιδί πρέπει να μ’αγαπάει πολύ».

Το στιχούργημα του Θανάση Παπακωνσταντίνου που έστειλε στον Μάνο Λοΐζο

Θυμάμαι, γυρνούσαμε με τη Φανούλα στο φοιτητικό μας σπίτι στη Θεσσαλονίκη (είμαστε μαζί από τότε) από μια έξοδο. Νομίζω είχαμε ψιλοτσακωθεί και είχα νεύρα. Έτσι κάπως θυμωμένος και σε ένταση, προσπαθούσα να ανοίξω την πόρτα κι εκείνη δεν άνοιγε, είχε σκαλώσει.  Κοιτάω από κάτω, ήταν ένα τηλεγράφημα. Ήταν το τηλεγράφημα του Μάνου. Το έχω κρατήσει- όπως και άλλο ένα στη συνέχεια- γιατί για μένα εκείνη την ώρα πάγωσε ο χρόνος σαν είδα τι έγραφε: «Μόλις διάβασα τα κομμάτια σου και μ’αρέσανε. Τηλεφώνησε μου. Μάνος».

Έπαθα σοκ, ήταν πολύ αναπάντεχο. Ακολούθησε επικοινωνία μεταξύ μας. Του έστελνα διάφορους στίχους …πολλούς. Κάποια στιγμή ξεκίνησε να γράφει μουσικές σε κάποιους από αυτούς   και μάλιστα τα κομμάτια θα τα έλεγε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Μου έλεγε πολύ καλά λόγια γι’αυτόν. Τον εκτιμούσε και σαν άνθρωπο πολύ.

Αντιλήφθηκα ότι εκείνη την εποχή τον πίεζαν διάφοροι να τους γράψει τραγούδια κι ότι οι καλύτεροι του φίλοι ήταν εκτός του κυκλώματος της μουσικής. Όπως ο Γιώργος ο Μέγκουλης, ένας ράφτης, που δεν ζει πια.

Πότε συναντηθήκατε για πρώτη φορά;

Θυμάμαι έκανε η ΕΜΣΕ εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη και είχαν μαζευτεί πολλοί καλλιτέχνες. Έγινε στο Παλαί Ντε σπορ νομίζω. Τότε ήρθε και μας βρήκε τα είπαμε από κοντά. Θυμάμαι ακόμα και το φαγητό που του είχαμε ετοιμάσει. Είχαμε κάνει πατάτες στο φούρνο με αρνάκι. Δεν έφαγε όμως το κρέας γιατί ήδη είχε προβλήματα υγείας. Μάλιστα τότε σ’εκείνη την κουβέντα μου είχε πει χαριτολογώντας «το πρώτο εγκεφαλικό το έπαθα πάνω που διάβαζα τα στιχάκια σου». Όταν πήγε Μόσχα ήμουν ήδη φαντάρος δεν είχαμε επικοινωνία. Πριν, είχα κατέβει στην Αθήνα που έμενε μία ή δύο φορές.

Πως έμαθες ότι είχε μελοποιήσει στίχους σου;

Είχα μια επαφή με τον Αχιλλέα Θεοφίλου που ήταν παραγωγός και φίλος του. Μου είχε πει ότι είχε ετοιμάσει 8-9 κομμάτια πάνω σε δικούς μου στίχους. Το ένα λέει ήταν ισάξιο με το «Όλα σε θυμίζουν». Δυστυχώς δεν πρόλαβε να τα φέρει στο φως. Μετά τον θάνατο του έκανα μια προσπάθεια να ψάξω για τα ολοκληρωμένα κομμάτια της συνεργασίας μας. Δεν μπόρεσα να βρω καμία άκρη.

Με τον καιρό γνωρίστηκα με τη Μυρσίνη και μου έστειλε ό,τι είχε στα χέρια της. Εκεί βρήκα μόνο πρωτόλεια κομμάτια. Εμπιστεύομαι τον Θεοφίλου που είχε πει ότι είχε ολοκληρώσει 8-9 κομμάτια. Και για έναν άλλο λόγο: δεν βρίσκω κάποια που στιχουργικά ήταν καλύτερα-για μένα- και λογικά θα είχε καταπιαστεί μαζί τους.

Πως αισθάνθηκες όταν τα άκουσες;

Συγκινήθηκα σίγουρα, αναπόλησα… Επίσης κατάλαβα ότι άργησα να ωριμάσω σαν στιχουργός. Είναι λίγο άγαρμπα τα στιχάκια και μου έκανε εντύπωση τι βρήκε σ’ αυτά ο Μάνος και του άρεσαν.

Μα έχουν μια τόλμη για την εποχή και στο ύφος και στο περιεχόμενο

Ίσως να βρήκε αυτό που λες, μια φρεσκάδα που δεν την είχε βρει αλλού. Από τότε ήμουν λίγο ανορθόδοξος χρησιμοποιούσα λέξεις από την περιοχή μου… Εγώ βλέπω ότι είναι κάπως άγουρα. Είχα ορμητικότητα ως νέος, αλλά όχι εσωτερικότητα.

Δύο  από αυτά που του είχα στείλει τα χρησιμοποίησα αργότερα, με κάποιες αλλαγές. Πρόκειται για τον «Μαύρο γάτο» που μελοποίησε και τραγούδησε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου  και το  «Σκουλαρίκι» που μελοποίησα εγώ και μπήκε στη δουλειά με τον Γιάννη Χαρούλη.

Τώρα τα έχεις στα χέρια σου και τα δουλεύεις για να εκδοθούν. Τι κάνεις ακριβώς;

Θα προσπαθήσω να τα «μοντάρω». Πρόκειται για πρόχειρες ηχογραφήσεις του Μάνου.

Τι σε γοήτευε περισσότερο η τέχνη του, η προσωπικότητα του;

Σαν άνθρωπος ήταν αντάξιος των τραγουδιών που έκανε. Δεν υπήρχε διάσταση ανάμεσα στον δημιουργό και το έργο, που συναντάμε συχνά. Το έργο του είχε μια γλύκα, την ίδια έβγαζε σαν άνθρωπος. Το να μπλέξει με ένα νεαρό παιδί όπως έκανε, να δεχτεί να έρθει στο φοιτητικό δωματιάκι να συζητήσουμε… δείχνει έναν άνθρωπο ανοιχτό, με καλή διάθεση, ειλικρινή όσο και τα τραγούδια του. Δεν ένιωσα ούτε μία στιγμή να υποκρίνεται.

Τι συζητούσατε;

Δεν θυμάμαι πολύ καλά. Η αίσθησή μου είναι ότι μιλούσαμε περισσότερο για τον χώρο της μουσικής.

Έχεις πει ότι σε αποθάρρυνε από το να γίνεις συνθέτης

Ναι, είναι κάτι που λέω σε παιδιά νέα, τους αναφέρω πάντοτε σαν παράδειγμα αυτό που έγινε ανάμεσα σε μενα και τον Λοϊζο. Όταν απέκτησα οικειότητα, πήρα θάρρος και του λέω: να ακούσεις μερικά τραγούδια που έχω γράψει; Λέει ναι. Μετά την ακρόαση με «ζύγισε» και είπε: «Θανάση, ας το. Συνέχισε να γράφεις στίχους δεν το έχεις με τη μουσική». Δεν θυμάμαι να  με πείραξε η γνώμη του αλλά ούτε και αποθαρρύνθηκα . Αν έχεις μέσα σου κάτι που σε τρώει, τον δρόμο σου τον ακολουθείς. Γι’ αυτό είμαι διστακτικός να λέω τη γνώμη μου όταν είναι αρνητική, γιατί ποτέ δεν ξέρεις πότε θα ανθίσει ο άλλος, ειδικά όταν είναι ηλικιακά νέος ακόμη.

Στη δική σου πορεία τώρα, μετά από αυτή τη σχέση με τον Λοϊζο που δεν έδωσε καρπούς δισκογραφικά συνέχισες να γράφεις; Γιατί στη δισκογραφία ήρθες χρόνια μετά.

Κάτι ψιλά έκανα δισκογραφικά, πέρασε ένα κομμάτι μου στους 2ους Αγώνες της Κέρκυρας του Χατζιδάκι και αργότερα έδωσα τον «Γάτο» και τον «Λεγεωνάριο» στον Βασίλη Παπακωνσταντίνου.

Μα δεν σταμάτησα-ιδιωτικά- να φτιάχνω τραγούδια . Ειδικά στο Πολυτεχνείο στη Θεσσαλονίκη το μεγαλύτερο μέρος της μέρας το περνούσα απομονωμένος  με έναν τζουρά σε ένα δώμα  παίζοντας και γράφοντας . Το δώμα ξέρεις, ήταν ιδιοκτησίας του Αργύρη Μπακιρτζή. Μάλιστα   την ίδια εποχή, στον 5ο όροφο  εκείνος έκανε πρόβες για τον πρώτο δίσκο, τους Χειμερινούς Κολυμβητές. Αλλά και στο στρατό, συνέχισα με περισσότερη ορμή. Είχα πολύ υλικό, μα δεν ήμουν επίμονος και ανυπόμονος να το εκδώσω. Μου αρκούσε η έξαψη της γέννας. Αυτός είναι ο βασικός λόγος που άργησα πάνω από δέκα χρόνια να κυκλοφορήσω κάποια από αυτά στην «Αγία Νοσταλγία», το 1993. Σκέφτομαι μερικές φορές πόσο πιο αναπάντεχα και πρωτότυπα θα ακουγόταν αν βγαίναν την εποχή που γραφτήκαν.

Έχεις σκεφτεί ότι αν δεν έφευγε πρόωρα ο Λοϊζος, θα ήσουν στον χώρο από νωρίς. Πως θα επηρέαζε αυτό τη ζωή σου ίσως;

Τα πάντα είναι προδιαγεγραμένα και δεν το λέω από θρησκευτικής σκοπιάς ούτε από μοιρολατρία. Απλά είναι τόσοι πολλοί οι παράγοντες που συμμετέχουν κάθε φορά σε κάθε τι που γίνεται… Και την άγνοιά τους το λέμε ελευθερία βουλησης. Αλλά και να μην ισχύει αυτό που λέω, δεν μπορώ να απαντήσω τι θα γινόταν σε μια άλλη εκδοχή της ζωής μου, από τη στιγμή που δεν μπορώ να τη βιώσω.Θα ζούμε διαρκώς σε μια αβάσταχτη ελαφρότητα.

Σε άλλους δεν έχεις στείλει υλικό;

Ναι, είχα στείλει στη Χαρούλα και στην Ελ. Αρβανιτάκη.  Αν θυμάμαι καλά της Ελευθερίας της άρεσε το «Στις χαραυγές ξεχνιέμαι» αλλά δεν ήθελα να δώσω μεμονωμένα τραγούδια. Και στον Παπαζογλου είχα δώσει, χωρίς ανταπόκριση αλλά μόνο όταν τα άκουσε ο Σωκράτης που του άρεσαν και του τα ξαναπήγε, δέχτηκε να βγούνε.

Πως βιώνεις την κοινωνικοπολιτική ζωή μας σήμερα;

Είναι δύσκολη η κατάσταση. Δυστυχώς υπάρχει πολλή μαυρίλα. Μόνο η ομορφιά του κόσμου μπορεί να μας κρατήσει όρθιους. Αν πρέπει να πω δυο πράγματα που με ζορίζουν ιδιαίτερα, αυτό είναι η κατάντια των μέσων μαζικής εξημέρωσης  και η ατιμωτική εξάρτηση πολλών δικαστών από την ολιγαρχία που μας κάθισε στο σβέρκο. Δεν θυμάμαι να έχω ξαναζήσει τέτοια περίοδο. Εξαιρώ τη στρατιωτική χούντα, αν και-λόγω ηλικίας- δεν είχα πλήρη αντίληψη της κατάστασης τότε.


 

Πηγή: tvxs.gr

75

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση