ΜΟΥΣΙΚΗ

«Ο πατέρας μου δεν εφηύρε το rock ‘n’ roll. Η μουσική υπήρχε ήδη – εκείνος ήταν η μαμή στη γέννησή της. Ωστόσο, βοήθησε στο μεγάλωμα του παιδιού και το υπερασπίστηκε. Υπήρξαν πολλοί άνθρωποι που ήθελαν την εξαφάνιση αυτής της μουσικής καθώς γινόταν ολοένα και πιο δημοφιλής. Την αποκαλούσαν μουσική της ζούγκλας. Πολλοί την έβλεπαν σαν απειλή για την Αμερική των λευκών. Ο πατέρας μου, παίζοντας αυτή τη μουσική, βοήθησε να σπάσουν τα φυλετικά εμπόδια που υπήρχαν για πάρα πολύ καιρό. Το κίνητρό του ωστόσο δεν ήταν ποτέ το κέρδος, αλλά η διάδοση του rock’n’roll για να φέρει κοντά διαφορετικές φυλετικές ταυτότητας για ένα και μόνο λόγο: για να απολαύσουν τη μουσική».

Lance Freed, γιός του DJ Alan Freed

Πριν από εξήντα πέντε χρόνια πραγματοποιήθηκε η πρώτη rock συναυλία στο Κλίβελαντ του Οχάιο, οργανωμένη από δυο ανθρώπους με πάθος για μια μουσική που γεφύρωνε το φυλετικό χάσμα σε μια Αμερική όπου το μίσος εναντίον των μαύρων περίσσευε. Η εκδήλωση έλαβε χώρα στο Cleveland Arena, ένα γήπεδο χωρητικότητας δέκα χιλιάδων ατόμων και εμπνευστές της ήταν δυο οραματιστές που τάραζαν τα ραδιοκύματα παρουσιάζοντας ένα νέο επαναστατικό ήχο φέρνοντας κοντά λευκούς και μαύρους νέους.

Ο ένας ήταν ο ραδιοφωνικός παραγωγός Alan Freed, ο άνθρωπος που θεωρείται ότι το 1951 επινόησε τον όρο rock ‘n’ roll (ένα παλιό υπονοούμενο των bluesmen για το σεξ), θέλοντας να περιγράψει το χορευτικό κομμάτι των rhythm ‘n’ blues δίσκων που έπαιζε στην εκπομπή του The Moondog House και η οποία μεταδιδόταν από τον ραδιοσταθμό WJW της πόλης. Ήξερε ότι στη συντριπτική του πλειοψηφία το κοινό του αποτελούσαν νεαροί Αφροαμερικανοί αλλά αυτό δεν τον ενδιέφερε. Ο δεύτερος ήταν ο Leo Mintz, ιδιοκτήτης του Records Rendezvous, ενός δισκάδικου στις παρυφές της μαύρης κοινότητας του Κλίβελαντ και ο άνθρωπος που είχε πείσει αρχικά τον Freed να προσθέσει το συγκεκριμένο είδος «φυλετικής μουσικής» στο ρεπερτόριό του (μέχρι τότε έπαιζε κλασική μουσική) και έγινε σπόνσορας της εκπομπής του. Πουλώντας δίσκους, είχε διαπιστώσει μια ολοένα και αυξανόμενη πελατεία λευκών νεαρών που εκδήλωναν έντονο ενδιαφέρον για τους μαύρους καλλιτέχνες. Όλα αυτά συνέβαιναν σχεδόν δώδεκα χρόνια πριν τη θέσπιση του νόμου για τα πολιτικά δικαιώματα και, όπως ήταν φυσικό, ο αρχηγός του FBI J Edgar Hoover είχε θέσει τον Freed υπό παρακολούθηση επειδή οι δίσκοι που έπαιζε αποτελούν απειλή για το λευκό κατεστημένο. Ήταν η εποχή του Κόκκινου Φόβου και η Αμερική έψαχνε πάντα για καινούργιους εχθρούς. Το rok ‘n’ roll ήταν ο σατανάς που έμπαινε στα σπίτια των φιλήσυχων πολιτών.

Η εκπομπή του Freed κέρδιζε συνεχώς νέο ακροατήριο και έτσι οι δυο άντρες αποφάσισαν να κάνουν κάτι που δεν είχε ξαναγίνει: να οργανώσουν μια χορευτική εκδήλωση με μερικούς καλλιτέχνες που παρουσιάζονταν από την εκπομπή του Freed. Σαν τίτλο σκέφτηκαν το Moondog Coronation Ball και σαν headliners κάλεσαν τον εξηντάχρονο σαξοφωνίστα Paul Williams με την μπάντα του, τους Hucklebuckers, και τους Tiny Grimes Rockin’ Highlanders (ένα συγκρότημα μαύρων μουσικών που φορούσαν σκωτσέζικα κιλτ), ενώ θα εμφανίζονταν και άλλοι καλλιτέχνες. Ήταν λοιπόν επόμενο ότι τα εισιτήρια που κόστιζαν ενάμιση δολάριο εξαντλήθηκαν εν ριπή οφθαλμού, σχεδόν αποκλειστικά από μέλη της μαύρης κοινότητας του Κλίβελαντ. Στις δυο μοναδικές φωτογραφίες που έχουν διασωθεί από την εκδήλωση δεν υπάρχει κανένας λευκός ανάμεσα στο ακροατήριο.

O Alan Freed

Την Παρασκευή 21 Μαρτίου 1952 όλα ήταν έτοιμα για το μεγάλο γεγονός που έμελλε να μείνει στην ιστορία ως το πρώτο rock ’n’ roll κονσέρτο. Παρά το τσουχτερό κρύο χιλιάδες νέες και νέοι άρχισαν να σχηματίζουν ουρά μπροστά από της πόρτες του Cleveland Arena που δεν άργησε να γεμίσει. Όταν ο Freed ανέβηκε στη σκηνή για να προλογίσει το γεγονός, ο κόσμος τον υποδέχτηκε με ένα αμόκ ενθουσιασμού, καθώς κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο άνθρωπος που μέσω της εκπομπής του τους φιλοδωρούσε με τη δική τους μουσική στην πραγματικότητα ήταν λευκός.

Ωστόσο, ένα μικρό αλλά μοιραίο τυπογραφικό λάθος θα μετέτρεπε την «τρομερότερη χοροεσπερίδα», όπως την είχαν χαρακτηρίσει οι διοργανωτές, σε κανονική εξέγερση. Τη στιγμή που ο Mintz πληροφορήθηκε ότι όλα τα εισιτήρια είχαν εξαντληθεί, ζήτησε να τυπωθούν άλλες 9.950 με σκοπό τη διοργάνωση μιας δεύτερης εκδήλωσης λίγο μετά την πρώτη. Ο τυπογράφος όμως ξέχασε να προσθέσει ημερομηνία στα εισιτήρια της δεύτερης κι έτσι όλοι νόμισαν ότι επρόκειτο για μια και μοναδική εκδήλωση.

Συνολικά, μέσα και έξω από το γήπεδο είχαν συγκεντρωθεί περίπου είκοσι χιλιάδες άτομα αλλά όταν γέμισε ο χώρος και έκλεισαν οι πόρτες οι μισοί έμειναν έξω, παρόλο που είχαν εισιτήριο. Άρχισαν να ωρύονται «αφήστε μας να μπούμε», να κοπανάν τις πόρτες και να σπρώχνουν, προσπαθώντας να τις ανοίξουν. Τελικά, αφού έσπασαν τη τζαμαρία της εισόδου, εκατοντάδες άτομα ξεχύθηκαν στον ήδη κατάμεστο χώρο. Όταν έφτασε η αστυνομία ήδη επικρατούσε πανδαιμόνιο. Δόθηκε αμέσως εντολή στους μουσικούς να σταματήσουν, ενώ χρειάστηκε η παρέμβαση  της πυροσβεστικής που προσπάθησε να απομακρύνει το μαινόμενο πλήθος με τις μάνικες. Το πρώτο rock ‘n’ roll κονσέρτο τελείωσε πριν καν αρχίσει.

Το επόμενο πρωί ολόκληρος ο χώρος του Cleveland Arena ήταν σπαρμένος με μπουκάλια ουίσκι. Μιλώντας το επόμενο βράδυ στον WJW, ο Freed ζήτησε συγγνώμη από τους ακροατές του για τα γεγονότα την προηγούμενης βραδιάς. «Αν κάποιος μας είχε πει ότι είκοσι ή είκοσι πέντε χιλιάδες άνθρωποι θα προσπαθούσαν να εισβάλουν σε μια χοροεσπερίδα, θα γελούσαμε και θα τον λέγαμε τρελό».

O Leo Mintz (δεξιά) στο δισκάδικό του

Ο Freed μόλις και μετά βίας γλίτωσε από την κατηγορία του κακουργήματος, αν και τα δημοσιεύματα του τύπου για τη «χοροεσπερίδα» που είχε οργανώσει τον έφεραν στο προσκήνιο της δημοσιότητας. Ωστόσο, η πτώση του θα ήταν το ίδιο απότομη όσο η άνοδός του. Το 1954 έφυγε εν δόξη από το Κλίβελαντ για τη Νέα Υόρκη και το 1957 η τηλεοπτική εκπομπή του πρωτοπόρου DJ στο κανάλι ABC ματαιώθηκε όταν ένας μαύρος χορευτής χόρεψε στη σκηνή με μια λευκή κοπέλα, ξεσηκώνοντας τη μήνη των μετόχων από το Νότο. Η καριέρα του Freed τελείωσε οριστικά όταν κατηγορήθηκε ότι δωροδοκήθηκε από μάνατζερ για να παίζει δίσκους των καλλιτεχνών τους (κάτι που συνέβαινε και συμβαίνει ευρέως) και το 1962 καταδικάστηκε. Πέθανε από επιπλοκές στο συκώτι εξαιτίας χρόνιου αλκοολισμού τρία χρόνια αργότερα σε ηλικία 43 ετών.

Ο Mintz συνέχισε με το δισκάδικό του, δημιούργησε μια αλυσίδα με άλλα πέντε και τα διατήρησε μέχρι το θάνατό του το 1976.

Το Moondog Coronation Ball μπορεί να ατύχησε αλλά έβαλε τα θεμέλια για όλες τις rock συναυλίες που ακολούθησαν. Το Cleveland Arena κατεδαφίστηκε το 1977 και στη θέση του σήμερα υπάρχουν γραφεία του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού.

Cleveland Arena

 

Από ραδιοφωνική εκπομπή του Alan Freed

 

 


image

Γιάννης Καστάναρας

Ο Γιάννης Καστάναρας είναι καθ’ έξιν και κατ΄ επάγγελμα slacker, συνεκδότης και executive producer (ο,τι κι αν σημαίνει αυτό το πράγμα) του φανζίν Merlin’s Music Box.

Πηγή: http://merlins.gr

Για τους πολλούς ο Μάρκος Βαμβακάρης (10 Μαΐου 1905 – Αθήνα, 8 Φεβρουαρίου 1972) υπήρξε ο «Πατριάρχης» του ρεμπέτικου, ο «Γενάρχης» του μπουζουκιού. Η ουσία, πάντως, είναι ότι ο ιδιοφυής αυτός λαϊκός καλλιτέχνης (συνθέτης, στιχουργός, τραγουδιστής, οργανοπαίκτης) με τις εμπνεύσεις, το ταλέντο και την προσφορά του, άνοιξε νέο δρόμο, πάνω στον οποίο κινείται από τότε η ελληνική λαϊκή μουσική.

Ο Μάρκος Βαμβακάρης γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1905, στον συνοικισμό Σκαλί στην Ερμούπολη της Σύρου από καθολικούς γονείς, που ήταν φτωχοί αγρότες (Δομένικος και Ελπίδα). Από πολύ μικρός, ο Μάρκος Βαμβακάρης μπήκε στη σκληρή βιοπάλη. Εγκατέλειψε ­ λόγω φτώχειας ­ το Δημοτικό σχολείο από την τρίτη τάξη και έκανε θελήματα και δουλειές του ποδαριού στη Σύρο. Οι μουσικές του καταβολές και εμπνεύσεις αρχίζουν μέσα από την οικογένειά του και την ιδιαίτερη πατρίδα του. Ο πατέρας του έπαιζε ωραία φυσαρμόνικα, γκάιντα και γρατσουνούσε το μπουζούκι. Ο παππούς του έγραφε στίχους. Επηρεασμένος από αυτό το κλίμα, ο μικρός Μάρκος παρακολουθούσε παράλληλα τις αποκριάτικες αναπαραστάσεις των ζεϊμπέκηδων, που γίνονταν εκείνα τα χρόνια στην Ερμούπολη. Αυτές ήταν και οι πρώτες πηγές των μεγάλων εμπνεύσεών του.

Ο νεαρός Φραγκοσυριανός καθολικός το 1917 εγκατέλειψε τη Σύρο και βρέθηκε στον Πειραιά. Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει η δύσκολη και μεγάλη πορεία του Μάρκου Βαμβακάρη στη ζωή, στον κόσμο του μπουζουκιού και στο τραγούδι. Και όλα αυτά δένουν μεταξύ τους με τρόπο απόλυτο και μοναδικό. Γιατί ­ όπως ο ίδιος έλεγε ­ τις εικόνες της ζωής του τις έκανε τραγούδια. Ό, τι του συνέβαινε, ό,τι έβλεπε γύρω του και ό,τι ένιωθε στον εσωτερικό του κόσμο, τα έγραφε, τα έπαιζε, τα χόρευε και τα τραγουδούσε.

Εργάσθηκε φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι, εργάτης στους γαιάνθρακες, υπάλληλος σε μπακάλικο, σε μανάβικο, λούστρος, εφημεριδοπώλης, εργάτης σε κλωστήρια, μέχρι ν’ ασχοληθεί οριστικά με το μπουζούκι και το τραγούδι. Από το 1925, λίγο πριν από την απόλυσή του από τον Στρατό, κάτι σημαντικό φαίνεται ν’ αλλάζει στη ζωή του Μάρκου. Ένας μπουζουκτσής Μικρασιάτης, ο Νίκος Αϊβαλιώτης, ήταν ο άνθρωπος που μύησε τον Βαμβακάρη στα μυστικά και στον κόσμο του μπουζουκιού. Από μαρτυρίες λιμενεργατών ­ που έχει καταγράψει ο ιστορικός Παναγιώτης Κουνάδης ­ ο μουσικός πλέον Μάρκος τριγυρνά στις ταβέρνες, τα ουζερί και τους τεκέδες του Πειραιά και παίζει με το μπουζούκι του σμυρναίικα τραγούδια αλλά και τις πρώτες δικές του δημιουργίες, που δεν είχαν στο μεταξύ κυκλοφορήσει σε δίσκους.

Η αρχή της δεκαετίας του 1930 οριοθετεί πλέον τις μεγάλες καινοτομίες και αλλαγές για το ελληνικό λαϊκό τραγούδι, με πρωταγωνιστή πλέον τον Μάρκο Βαμβακάρη. Τότε πρωτολειτουργεί το εργοστάσιο παραγωγής δίσκων της εταιρείας Columbia στη Ριζούπολη της Ν. Ιωνίας. Ο Μάρκος Βαμβακάρης δεν είναι απλώς έτοιμος να ηχογραφήσει τα πρώτα του τραγούδια, αλλά να τα παίξει με το μπουζούκι του, κάτι που εθεωρείτο αδιανόητο μέχρι τότε για τους υπεύθυνους μαέστρους που είχαν τον πρώτο λόγο στις γραμμοφωνήσεις των δίσκων, που γίνονταν στο εξωτερικό.

Το 1932, ο Γιώργος Μπάτης με δύο τραγούδια του, «Σου ‘χει λάχει» και «Μπάτης ο Δερβίσης», εγκαινιάζει τις φωνογραφήσεις στη Ριζούπολη και σχεδόν ταυτόχρονα ο Μάρκος Βαμβακάρης παίζει με το μπουζούκι του και τραγουδά «Ταξίμ Σέρφ» και «Εφουμάραμε ένα βράδυ». Ακολούθησαν και άλλα τραγούδια με ορχήστρα που χρησιμοποιούσε μπουζούκι. Έτσι, κάποιες άλλες συνθέσεις του Βαμβακάρη δεν κυκλοφόρησαν, γιατί οι τότε υπεύθυνοι παραγωγοί δίσκων είχαν φοβηθεί, επειδή το μπουζούκι ήταν κοινωνικά υποβαθμισμένο και εθεωρείτο το όργανο του τεκέ και των καταγωγίων.

Η παρουσία του Μάρκου στη δισκογραφία δεν συνδέεται μόνο με τη χρησιμοποίηση του μπουζουκιού ως βασικού οργάνου της λαϊκής ορχήστρας. Ο Βαμβακάρης, από το 1930 έως το 1940, ήταν ο άνθρωπος, ο συνθέτης και στιχουργός που διεύρυνε τη θεματολογία του ρεμπέτικου. Η φτώχεια, η κοινωνική αδικία, η μετανάστευση και άλλα κοινωνικά προβλήματα πέρασαν μαζί με άλλη θεματολογία μέσα από τα ρεμπέτικα τραγούδια, που μετά το 1933 κυκλοφορούν πλέον σε δίσκους και χωρίς προβλήματα.

Ο Βαμβακάρης, μεταξύ 1933 και 1934, συνεργάζεται με τις εταιρείες ΟDΕΟΝ – ΡΑRLΟΡΗΟΝΕ. Την ίδια εποχή ­εμφανίζεται και η πρώτη ρεμπέτικη κομπανία του Σαραντόπουλου, στην Ανάσταση του Πειραιά. Συμμετέχουν ο Γιώργος Μπάτης, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Στράτος Παγιουμτζής και ο Ανέστης Δελιάς. Αυτοί λειτούργησαν με τον τίτλο «Τετράς, η ξακουστή του Πειραιώς». Η δημιουργία αυτής της κομπανίας υπήρξε, κατά τον Βαμβακάρη, η πιο σημαντική δουλειά στα πρώτα χρόνια της μεγάλης πορείας του στο λαϊκό τραγούδι. Η πιο παραγωγική, ίσως, περίοδος του Βαμβακάρη ήταν η πενταετία 1935-1940. Έγραψε πολλά τραγούδια και ανάμεσα σ’ αυτά είναι και η περίφημη «Φραγκοσυριανή», που έχει κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα σε εκατοντάδες επανεκτελέσεις. Ο Μάρκος πλέον έχει κατορθώσει να περάσει ένα δικό του μουσικό κλίμα, που επιβάλλει το ρεμπέτικο ως λαϊκό είδος τραγουδιού στην Ελλάδα.

Το ρεπερτόριο του Μάρκου περιλαμβάνει περί τα 350-400 τραγούδια, που έγραψε όλες τις περιόδους της πορείας του στο ρεμπέτικο. Μέσα από αυτά τα τραγούδια μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ο μεγαλοφυής αλλά και αυθεντικός λαϊκός δημιουργός. Οι μελωδίες του είναι πολύ σπουδαίες, οι στίχοι λιτοί, αλλά γεμάτοι εικόνες. Οι ρυθμοί θαυμάσιοι. Η ερμηνεία αμίμητη. Εκτός από τα δικά του, τραγούδησε και έκανε επιτυχίες τα πρώτα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη («Να γιατί γυρνώ μες την Αθήνα», «Δροσούλα»), του Απόστολου Χατζηχρήστου, του Σπύρου Περιστέρη, του Τόλη Χάρμα και άλλων δημιουργών της εποχής του.

Τα πρώτα είκοσι χρόνια που έγραψε ρεμπέτικα τραγούδια ο Μάρκος και γενικά διακρίθηκε ως δημιουργός, ήταν δύσκολα αλλά ευτυχισμένα. Η φτώχεια ξεπερνιόταν από τη δημιουργία. Η επιτυχία που γνώριζαν τα δεκάδες τραγούδια του τότε από τους δίσκους γραμμοφώνου και το πάλκο, ήταν μεγάλη. Και κάπου αυτή η αναγνώριση είχε ορισμένες μουσικές απολαβές. Τόσες, ώστε να συντηρείται η οικογένειά του στο φτωχόσπιτο της Κοκκινιάς. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1940 με αρχές του ’50 αρχίζει μία νέα μετεξέλιξη στο λαϊκό τραγούδι, προσαρμοσμένη κι αυτή στα βαριά και άσχημα γεγονότα της μετακατοχικής – μετεμφυλιακής περιόδου. Από το κλασικό ρεμπέτικο στο βαρύ λαϊκό και με θέματα κυρίως κοινωνικά. Κάπου το ύφος της μουσικής του Βαμβακάρη και των συνθετών της γενιάς του δεν έχει τόσο πέραση. Και για μία δεκαετία αρχίζουν τα πιο πικρά χρόνια της ζωής του.

Η περιπέτεια με τα πικρά χρόνια του Μάρκου Βαμβακάρη τελείωσε αναπάντεχα το 1959, όταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης μ’ ένα ποδήλατο πήγε στο σπίτι του, στην Κοκκινιά, απεσταλμένος του Τσιτσάνη που ήταν εκείνη την περίοδο καλλιτεχνικός διευθυντής στην εταιρεία Κολούμπια. «Μάρκο, αδελφέ», του είπε ο Γρηγόρης, «θα γυρίσουμε σε δίσκους τα παλιά σου τραγούδια κι ό,τι καινούργιο μας φτιάξεις». Από τότε αρχίζει μια καινούργια περίοδος δημιουργίας για τον Μάρκο, που κρατάει δώδεκα χρόνια. Δηλαδή μέχρι τον θάνατό του (8 Φεβρουαρίου 1972). Παλιά και νέα τραγούδια του Μάρκου τραγούδησαν τότε: Μπιθικώτσης, Γκρέυ, Λύδια, Πάνου, Γκρέκα, Διονυσίου, Καμπάνης, Ρεπάνης, Ζαμπέτας, Νέγκρι, Μοσχολιού και νεώτεροι ερμηνευτές: «Φραγκοσυριανή», «Αλεξανδριανή», «Μαύρα μάτια», «Διαζύγιο», «Πρωθυπουργός», «Αντιλαλούν οι φυλακές», «Κάβουρας», «Κορδελιώτισσα κ.ά.

Από αυτές τις εκτελέσεις γνώρισε ο πολύς κόσμος το έργο του Βαμβακάρη και αγάπησε περισσότερο το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι. Ύστερα απ’ αυτή την 12ετία, ο Μάρκος έγραψε το «Μπουζούκι στο Παρίσι». Μετά τη νέα αναγνώριση, την καταξίωση, άρχισαν οι δόξες και οι τιμές για τον Μάρκο. Τιμητική συναυλία το 1966 στο θέατρο «Κεντρικόν». Βραδιά στο «Χίλτον» όπου έπαιξε και τραγούδησε με τον παλιό του φίλο Στέλιο Κυρομύτη και τους γιους του Στέλιο και Δομένικο, εμφανίσεις σε άλλα μαγαζιά με Λαύκα, Στράτο και Παπαϊωάννου.

Μέσα από το έργο του Μάρκου και της γενιάς του, οι μεγάλοι δημιουργοί Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Ξαρχάκος, Λεοντής, Λοΐζος, Μούτσης, Μαρκόπουλος και άλλοι νεώτεροι στήριξαν το δικό τους έργο, προσάρμοσαν τις δικές τους φόρμες. Και όχι μόνον αυτοί, αλλά και προγενέστεροι δημιουργοί που έγραψαν λαϊκά τραγούδια. «Ο Βαμβακάρης και η γενιά του έστρωσαν το τραπέζι, για ν’ απολαμβάνουν σήμερα δεκάδες ή χιλιάδες μουσικοί», έλεγε ο Γιώργος Ζαμπέτας και τόνιζε, όπου βρισκόταν: «Ο Μάρκος έκανε το μπουζούκι “επάγγελμα” και ζούμε απ’ αυτό».

Το δράμα της Γάζας επισκιάζει και τον μουσικό διαγωνισμό της Eurovision, ο οποίος ξεκίνησε χθες με τον πρώτο ημιτελικό. Οι αντιδράσεις που σχετίζονται με το Ισραήλ και την Παλαιστίνη είχαν καταγραφεί και τους προηγούμενους μήνες, όμως σήμερα αποκαλύφθηκε ότι η EBU προχώρησε σε δύο κινήσεις που αποτελούν ουσιαστικά λογοκρισία.

Οι διοργανωτές της Eurovision δήλωσαν ότι διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρέσουν παλαιστινιακές σημαίες και φιλοπαλαιστινιακά σύμβολα κατά τη διάρκεια του διαγωνισμού στο Μάλμε της Σουηδίας την επόμενη εβδομάδα.

«Είδα την είσοδο της αστυνομίας στο πανεπιστήμιο Columbia» – Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης ανακοίνωσε πως η συναυλία ακυρώνεται αλλά δεν έμεινε μόνο εκεί

Ένα τρομακτικά επίκαιρο τραγούδι κυκλοφόρησε πριν από μερικές ώρες ο Φοίβος Δεληβοριάς για της γυναικοκτονίες, το οποίο ακούγοντας το κανείς και σκεπτόμενος τι έχει συμβεί τις τελευταίες ημέρες ανατριχιάζει.

Ο θρυλικός μουσικός, ένα από τα ιδρυτικά μέλη των Pink Floyd, δεν έχει διστάσει να πάρει πολιτική θέση. Στο νέο τραγούδι του παρουσιάζει την κραυγή ενός παιδιού κάτω από τα συντρίμμια.

Η δημιουργία ως «ξόρκι» του αισθήματος ματαιότητας; Κάπως έτσι περιγράφει αυτός ο σπουδαίος ποιητής-τραγουδοποιός τη σχέση του με την τέχνη που πάντως έχει κάθε φορά φανατική υποδοχή. Ο Θανάσης σε μία συνέντευξη εκ βαθέων που δεν χρειαζόταν αφορμή επικαιρότητας.