Γνωριμία με τον Robert Hayden, κορυφαίο αφροαμερικανό λογοτέχνη

Γνωριμία με τον Robert Hayden, κορυφαίο αφροαμερικανό λογοτέχνη

Το έργο του ποιητή και δοκιμιογράφου Ρόμπερτ Χέιντεν (Robert Hayden) συγκαταλέγεται στις κορυφαίες στιγμές της αφροαμερικανικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα.

Γεννημένος το 1913 σε γκέτο του Ντιτρόιτ, και μεγαλωμένος από θετή οικογένεια, υπέστη κατά τα παιδικά του χρόνια τη ρατσιστική βία και τη σκληρότητα του περιθωρίου. Επιπλέον, η ασθενική του φύση και τα σοβαρά προβλήματα όρασης, από τα οποία υπέφερε από μικρή ηλικία, συνετέλεσαν ακόμη περισσότερο στην απομόνωσή του. Ο Χέιντεν σπούδασε φιλολογία στο Κολλέγιο του Ντιτρόιτ και στη συνέχεια ολοκλήρωσε μεταπτυχιακές σπουδές υπό τον Γ.Χ. Οντεν. Εργάστηκε ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Φισκ και το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν.

Η ποίησή του έχει έντονο κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα, εστιάζοντας στην κληρονομιά και τη θέση της αφροαμερικανικής κοινότητας των ΗΠΑ. Η γλώσσα, η ιστορία και η κουλτούρα των νέγρων των ΗΠΑ είναι βασική συνιστώσα του έργου του. Αλλα ποιήματά του διαφέρουν, διαγράφοντας μια πιο λυρική τροχιά, και διαβάζονται έξω από τα κοινωνικοπολιτικά και φυλετικά συμφραζόμενα της πρώτης κατηγορίας. Η επιρροή του Οντεν, ο οποίος του δίδαξε τη φροντίδα για τη φόρμα, πρωτίστως όμως την αξία της ποίησης ως μέσο διερεύνησης της ανθρώπινης εμπειρίας πέρα από τη μερικευτική χρήση της ως όχημα κοινωνικοπολιτικού σχολιασμού, είναι σημαίνουσα. Συν τω χρόνω η ποίησή του γίνεται περισσότερο υπαινικτική και συμβολική. Ταυτόχρονα ανοίγεται, χωρίς να χάσει το κοινωνικό της στίγμα, σε ζητήματα υπαρξιακής φύσης. Πέρα από την εμπειρία της ωριμότητας, η μετατόπιση αυτή οφείλεται και στη θρησκευτική πίστη του Χέιντεν, ο οποίος ασπάστηκε την Μπαχάι, μια θρησκεία που ξεκίνησε από την Περσία τον 19ο αιώνα θέτοντας στο επίκεντρο την πνευματική ενότητας της ανθρωπότητας.

Η αποδοχή της ποίησής του όσο και η θέση του στην αμερικανική γραμματολογία συνδέονται με τη θέση της αφροαμερικανικής κοινότητας στην αμερικανική κοινωνία και την αντιπαράταξή της με την κυρίαρχη λευκή ταυτότητα. Το έργο του υπήρξε συχνά αντικείμενο διχογνωμίας ως προς την καταγωγική της περιοχή και συνακόλουθα την αξία της: ορισμένοι αφροαμερικανοί ποιητές και θεωρητικοί δεν τη εκλάμβαναν ως αρκετά «νέγρικη», ενώ κριτικοί τού κανόνα επί δεκαετίες την περιθωριοποίησαν, κατηγοριοποιώντας τη απλώς ως ήσσονος σημασίας έργο της νέγρικης υποκουλτούρας. Ωστόσο, το 1976 ο Χέιντεν έγινε ο πρώτος αφροαμερικανός ποιητής που ορίστηκε Σύμβουλος για την Ποίηση στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου – ό,τι αργότερα θα αποκαλούνταν «Δαφνοστεφής ποιητής» των ΗΠΑ. Η σταδιακή εκτόνωση των φυλετικών εντάσεων από τη δεκαετία του 1960 και εντεύθεν και η, έως έναν βαθμό, ενσωμάτωση των αφροαμερικανών συνέβαλαν στην αποκατάσταση του έργου του. Σημειώνεται πάντως ότι ο ίδιος δήλωνε Αμερικανός, όχι νέγρος ποιητής, και μάλιστα σε μια εποχή που κάτι τέτοιο θεωρούνταν προδοσία από την αφροαμερικανική κοινότητα.

Ο Χέιντε εξέδωσε οκτώ ποιητικές συλλογές, σε διάστημα τεσσάρων δεκαετιών (1940-1978). Το σύνολο του έργου του επανεκδόθηκε το 1985, πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του. Τα έξι ποιήματα της προκείμενης παρουσίασης  συγκαταλέγονται ανάμεσα στα δημοφιλέστερα και πλέον ανθολογημένα ποιήματά του.

Εκείνες οι χειμωνιάτικες Κυριακές

Και τις Κυριακές ακόμη ο πατέρας μου ξυπνούσε νωρίς
και φορούσε τα ρούχα του μέσα στο γαλάζιο ψύχος,
έπειτα με χέρια ξερά, καταπονημένα
απ’ τον μόχθο υπό τον καιρό της κάθε εργάσιμης μέρας έκανε
τη χαμηλή φωτιά να φλογίζει. Κανείς ποτέ δεν του είπε ευχαριστώ.

Ξυπνούσα κι άκουγα το κρύο να ραγίζει, να θρυμματίζεται.
Οταν τα δωμάτια θερμαίνονταν, με φώναζε,
κι αργά σηκωνόμουν και ντυνόμουν,
φοβούμενος τους χρόνιους θυμούς εκείνου του σπιτιού,

και του μιλούσα αδιάφορα, σ’ εκείνον
που είχε αποδιώξει το κρύο,
κι είχε ακόμα στιλβώσει τα καλά μου παπούτσια.
Τι ήξερα, τι ήξερα
για τα αυστηρά και μοναχικά καθήκοντα της αγάπης;

Νύχτα, θάνατος, Μισσισίπι

Ι
Μια τρεμάμενη κραυγή. Κουκουβάγια;
Ή ένας απ’ αυτούς;
Ο ηλικιωμένος άνδρας μέσα στη δυσωδία
και την καχεξία του γελάει –

Ένας απ’ αυτούς, οπωσδήποτε –
και βγάζει το φανάρι της κουζίνας,
σέρνεται στον εξώστη ν’ αφουγκραστεί
μέσα στην αδιαπέραστη νύχτα.

Θα ‘μουν εκεί με τον Μικρό και τους υπόλοιπους
αν ήμουν καλά τώρα.
Αυτές ήταν εποχές. Αυτές ήταν.
Λευκές στολές σαν σεληνόφως

Στο σκοτάδι με τις ζητιές.
αβοήθητος εκείνος τότε
και να στριγκλίζει γαμώ το Χριστό μου
καθώς του το κόβαμε.

Αυτές ήταν εποχές. Κραυγή;
Μάλιστα, κραυγή.
Ξεροβήχει και φτύνει,
ξαναμμένος, βουβώνας φλογισμένος.

Πιάσε ένα μπουκάλι,
για τον Μικρό και για μένα –
το κέρδισε το μπουκάλι –
όταν γυρίσει.

ΙΙ
Τότε τους ξυλοκοπούσαμε, είπε,
τους ξυλοκοπούσαμε ώσπου τα χέρια μας κουράζονταν
κι οι παλιές και μακριές αλυσίδες
κουβαριάζονταν και κοκκίνιζαν.

Ω, Χριστέ, φλεγόμενε στον σταυρό με τα κρίνα

Χριστούλη μου, ήταν καλύτερα
κι απ’ το να κυνηγάς αρκούδες
αυτές δεν ξέρουν
γιατί τις σκοτώνεις.

Ω, νύχτα, νύχτα του Μπαμπούλα

Εσείς παιδιά, φέρτε στον Μπαμπάκα
λίγο νερό τώρα, για να
ξεβγάλει το αίμα
από πάνω του, είπε η γυναίκα.

Ω νύχτα, προδομένη από σκοτάδι αλλότριο.

Τα νούφαρα του Μονέ

Σήμερα, καθώς τα νέα από τη Σέλμα και τη Σαϊγκόν
δηλητηριάζουν την ατμόσφαιρα σαν ραδιενεργή τέφρα,
επιστρέφω για να δω
τη γαλήνια, σπουδαία εικόνα που αγαπώ.

Εδώ τόπος και χρόνος λούζονται στο φως
ο οφθαλμός σαν τον οφθαλμό της πίστεως πιστεύει.
Το ορατό και το οικείο
διαλύονται στους ιριδισμούς, γίνονται
απατηλή ύλη φωτός
που δεν υπήρξε, υπήρξε, αενάως υπάρχει.

Ω, φως, ιδωμένο σαν διάθλαση μέσ’ από δάκρυα.
Ιδού  η αύρα του κόσμου
που ο καθένας μας έχει απολέσει.
Ιδού η σκιά της χαράς του.

Soledad

(Κι εγώ, εγώ δεν είμαι πια αυτού του κόσμου)

Γυμνός, ξαπλώνει στο άφωτο δωμάτιο
τσιγάρο κι άλλο τσιγάρο, ναρκωτικά και τζαζ τον νανουρίζουν
όπως ποτέ δεν τον νανούρισε σάρκα ερωμένης.

Ο Μάιλς Ντέιβις παραμυθητικά τού παίζει:
Ω, pena negra, αισθησιακά φλαμένκο μπλουζ∙
η φωνή, από φωσφορούχο κοκκινόχωμα, της Λέιντι Ντέι

(δέσποινας της κατάμαυρης μανόλιας)
θρηνεί τη λύπη της και την απώλεια και τους αποχαιρετισμούς,
σφουγγίζει τον πόνο απ’ τον οποίο οι πανούργοι δεσμώτες του

για λίγο τον ελευθέρωσαν.
Οι φόβοι του κι ο ημιτελής εαυτός του
καραδοκούν όπου κι αν βγει στους δρόμους.

Κρύβεται στη σκοτεινή πλευρά της σελήνης,
καταφεύγει σ’ ένα κελί από βιτρό,
αποδρά σε μια κρυστάλλινη χώρα χωρίς ρολόγια.

Μονάχα το φάντασμα της Λέιντι Ντέι γνωρίζει
πού βρίσκεται. Μονάχα η μουσική. Και λικνίζεται
ω, λικνίζεται: πέρα πια κι απ’ την απόλυτη αθανασία.

 

Φρέντερικ Ντάγκλας* 

Οταν επιτέλους γίνει κτήμα μας η ελευθερία, η λευτεριά, αυτό το όμορφο
και τρομερό πράγμα, απαραίτητο στον άνθρωπο όπως ο αέρας,
χρηστικό όπως το χώμα˙ όταν θ’ ανήκει τελικά σε όλους,
όταν θα γίνει ένστικτο εγγενές, εγκεφαλική ύλη, διαστολή, συστολή,
κίνηση αντανακλαστική˙ όταν επιτέλους θα κερδηθεί˙ όταν θα ‘ναι κάτι παραπάνω
απ’ τις στομφώδεις ασυναρτησίες των πολιτικών:
ο άνθρωπος αυτός, ο Ντάγκλας, ο πρώην σκλάβος, ο Νέγρος
ο καταδαρμένος, ο εξόριστος, ο οραματιστής ενός κόσμου
όπου κανείς δεν είναι μόνος, κανείς κυνηγημένος, ξένος,
ο άνθρωπος αυτός, υπέρτερος σε αγάπη και λογική, ο άνθρωπος αυτός
θα βρίσκεται στη μνήμη όλων. Ω, όχι με τις ρητορείες των αγαλμάτων,
όχι με τους θρύλους και τα ποιήματα και τους χάλκινους κότινους μονάχα,
αλλά μέσα απ’ τις ζωές τις γεννημένες απ’ δική του ζωή, τις ζωές
που πραγματώνουν τ’ όνειρό του γι’ αυτό το όμορφο, τρομερό πράγμα.

 

Περσέας

Το κοιμώμενο κεφάλι της με την πελώρια παγωμένη μάζα
των ερπετών με τις ληθαργικές κινήσεις
έκαιγε στην επιφάνεια της απαστράπτουσας ασπίδας –
εικόνα οδυνηρή προάγγελος δεινών
σαν μισητή αλήθεια που το μυαλό αποδέχεται τελικά
και πυορροεί.
Χτύπησα. Η ασπίδα έλαμψε κενή.

Κι ωστόσο σηκώνοντας το κεφάλι
να φύγω από κείνον τον τόπο
των σιωπών που με κοιτούσαν και της τρομοκρατημένης πέτρας
διψούσα για καταστροφή.
Κανείς δεν θα με προσπερνούσε τότε –
ούτε ανθοστόλιστο κορίτσι, ούτε ιερέας
ούτε φιλοπερίεργο αγόρι – και θα ζούσε.

 

*(«ΗΠΑ 1857. Ο Φρέντερικ Ντάγκλας ήταν Αφρικανός σκλάβος που τον έστειλαν στην Βαλτιμόρη να δουλέψει ως υπηρέτης και ως εργάτης ναυπηγείου. Κατόρθωσε να μάθει μόνος του γραφή και ανάγνωση το 1838 σε ηλικία 21 ετών. Απέδρασε στον αμερικανικό βορρά και έγινες διάσημος ρήτορας, συγγραφέας και εκδότης εφημερίδας. Αναφέρει πολλά για το καθεστώς της δουλείας στις ΗΠΑ και την προσπάθεια κατάργησή της στην αυτοβιογραφία του “Narrative of the life of Frederick Douglass”)

πηγή: poema.gr

638

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση