“Κάιρο Εμπιστευτικό” – Μαθήματα ανατροπής των κινηματογραφικών κλισέ

“Κάιρο Εμπιστευτικό” – Μαθήματα ανατροπής των κινηματογραφικών κλισέ

Screen Shot 2017-11-29 at 8.43.26 AMτης Κικής Σταματόγιαννη

Ένα σχόλιο με αφορμή το κινηματογραφικό έργο “Κάιρο Εμπιστευτικό”, σε σκηνοθεσία Ταρίκ Σαλέχ

Τι μπο­ρεί να δια­φο­ρο­ποι­ή­σει ένα αστυ­νο­μι­κό έργο και να το κάνει μια σπου­δαία πο­λι­τι­κή ται­νία; Το πλαί­σιο. Το κάδρο μέσα στο οποίο εκτυ­λίσ­σε­ται. Και φυ­σι­κά η ματιά του σκη­νο­θέ­τη. Η δράση του έργου το­πο­θε­τεί­ται στο πιο νευ­ραλ­γι­κό ση­μείο της Αι­γύ­πτου, το Κάιρο. Και σε μια κομ­βι­κή στιγ­μή για την ιστο­ρία: τον Γε­νά­ρη του 2011. Έχει ήδη ξε­σπά­σει η Αρα­βι­κή Άνοι­ξη στην Τυ­νη­σία και σε ελά­χι­στες μόνο μέρες πρό­κει­ται να με­τα­δο­θεί η φλόγα και στην Αί­γυ­πτο ενά­ντια στον πρό­ε­δρο Χόσνι Μου­μπά­ρακ. Εντυ­πω­σια­κό σκη­νι­κό υπό­βα­θρο, αν μη τι άλλο.

Ποια είναι τα υλικά με τα οποία φτιά­χνει την ται­νία του ο σκη­νο­θέ­της;

Η δο­λο­φο­νία μιας όμορ­φης, νε­α­ρής τρα­γου­δί­στριας -όχι σε ένα ξε­νο­δο­χείο της σει­ράς, αλλά στο Hilton. H προ­σπά­θεια να κλεί­σει στα γρή­γο­ρα ο φά­κε­λος της υπό­θε­σης από την αστυ­νο­μία με τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό της ως “αυ­το­κτο­νία” (καθώς είναι από­λυ­τα “λο­γι­κό” μια γυ­ναί­κα να κόβει μόνη της τον λαιμό της). O –κάθε άλλο παρά αδιά­φθο­ρος- αστυ­νο­μι­κός που απο­φα­σί­ζει να δει τι κρύ­βε­ται πίσω από όλα αυτά. H μαρ­τυ­ρία μιας “αό­ρα­της”, χωρίς χαρ­τιά, οι­κο­νο­μι­κής με­τα­νά­στριας από το Σου­δάν, την οποία ανα­λαμ­βά­νει να προ­στα­τεύ­σει ο πρω­τα­γω­νι­στής ώστε να κα­τα­φέ­ρει να φτά­σει στους πραγ­μα­τι­κούς ενό­χους. Tο μπερ­δε­μέ­νο κου­βά­ρι εμπλο­κής υψηλά ιστά­με­νων προ­σώ­πων, που φτά­νουν μέχρι το κυ­βερ­νη­τι­κό γρα­φείο.

Ο σκη­νο­θέ­της, Ταρίκ Σαλέχ (Σου­η­δός με αι­γυ­πτια­κή κα­τα­γω­γή), κα­τα­φέρ­νει, με μία μόνο ται­νία, να μι­λή­σει για πολλά, πυκνά και σύν­θε­τα. Χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τη γνω­στή “φόρμα” ενός τυ­πι­κού αστυ­νο­μι­κού έργου, κα­τα­λή­γει να έχει στα χέρια του μια πο­λι­τι­κό­τα­τη -στην ουσία της- ται­νία. Κι­νη­μα­το­γρα­φεί την πο­λι­τι­κή σήψη και τη δια­φθο­ρά της κρα­τι­κής εξου­σί­ας, ένα μόλις βήμα πριν ξε­σπά­ει η εξέ­γερ­ση. Κα­τα­φέρ­νει να μι­λή­σει για τον ρα­τσι­σμό και τις άθλιες συν­θή­κες μέσα στις οποί­ες ζουν και ερ­γά­ζο­νται οι με­τα­νάστ(ρι)ες. Η μαύρη κα­μα­ριέ­ρα είναι αυτή που πρώτη θα υπο­ψια­στεί ο υπεύ­θυ­νος προ­σω­πι­κού, όταν ανα­φερ­θεί ένα πε­ρι­στα­τι­κό κλο­πής στο ξε­νο­δο­χείο όπου ερ­γά­ζε­ται. Είναι η πρώτη στην οποία θα υπο­δεί­ξουν την πόρτα της εξό­δου. Πρό­κει­ται για ένα έργο που κα­τορ­θώ­νει να οπτι­κο­ποι­ή­σει καλ­λι­τε­χνι­κά την κοι­νω­νι­κή αδι­κία. Και την ίδια στιγ­μή, να σου αφή­σει και μια χα­ρα­μά­δα για την προ­ο­πτι­κή που μπο­ρεί να ανοί­ξει η δράση των αν­θρώ­πων όταν κα­τε­βαί­νουν στον δρόμο, επι­χει­ρώ­ντας να αλ­λά­ξουν τη μοίρα τους.

Ήρωες και αντι­ή­ρω­ες

Στο έργο θα συ­να­ντή­σεις όλους τους γνω­στούς και δο­κι­μα­σμέ­νους κώ­δι­κες του νουάρ. Ένα Κάιρο σκο­τει­νό, άσχη­μο και βρώ­μι­κο. Με τους φτω­χο­διά­βο­λους και τους μι­κρο­α­πα­τε­ώ­νες του δίπλα στο με­γα­λύ­τε­ρο, το πλέον δια­πλε­κό­με­νο και το πιο διε­φθαρ­μέ­νο συν­δι­κά­το του εγκλή­μα­τος: την αστυ­νο­μία.

Ο σκη­νο­θέ­της έχει την ευ­τυ­χία να κα­θο­δη­γεί εκ­πλη­κτι­κούς ηθο­ποιούς: έναν συ­γκλο­νι­στι­κό πρω­τα­γω­νι­στή (Φάρες Φάρες), στον ρόλο του αντι­φα­τι­κού μπά­τσου, τον οποίο και πα­ρα­κο­λου­θεί σε όλη την πο­ρεία της εξέ­λι­ξής του. Από τις αρ­χι­κές υπο­ψί­ες μέχρι την πλήρη συ­νει­δη­το­ποί­η­ση.

Ο σκλη­ρός, κυ­νι­κός (και γοη­τευ­τι­κά άσχη­μος) αστυ­νο­μι­κός, που ζει μόνος του, κα­πνί­ζο­ντας σα να μην υπάρ­χει αύριο. Από τη στιγ­μή που ανοί­γει τα μάτια του το πρωί – μέχρι το βράδυ πριν τα κλεί­σει. Βου­λιά­ζει κάθε μέρα όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο στην πα­ρακ­μή. Σε ένα σπίτι ρη­μαγ­μέ­νο και βου­τηγ­μέ­νο στη σκόνη και την απελ­πι­σία. Η μόνη του έγνοια είναι να βρει κά­ποιον να του επι­διορ­θώ­σει την τη­λε­ό­ρα­ση που έχει χα­λά­σει. Είναι εξαι­ρε­τι­κά ευ­φυ­ής η σκηνή όπου οι πο­λι­τι­κές εξε­λί­ξεις, οι δη­μό­σιες εμ­φα­νί­σεις και ανα­κοι­νώ­σεις του Μου­μπά­ρακ περ­νούν μέσα από μια χα­λα­σμέ­νη τη­λε­ό­ρα­ση με δια­κο­πές στη ροή και “χιό­νια στην οθόνη”.

Ο μπά­τσος της ιστο­ρί­ας μας είναι ο από­λυ­τος κυ­ρί­αρ­χος των δρό­μων. Έχει δια­συν­δέ­σεις με όλο τον εσμό των μι­κρο­κο­μπι­να­δό­ρων και λου­μπε­να­δό­ρων του Κα­ΐ­ρου, φρο­ντί­ζο­ντας να παίρ­νει το βρώ­μι­κο με­ρί­διό του από τις υπο­θέ­σεις που ανα­λαμ­βά­νει. “Λα­δώ­νει” και “λα­δώ­νε­ται” χωρίς το ελά­χι­στο ίχνος ενο­χής. Γιατί άλ­λω­στε; Αυτή είναι η συ­νή­θης συν­θή­κη για όλο το αστυ­νο­μι­κό σώμα. Ακόμα και ο ίδιος ο πα­τέ­ρας του δεν έχει την πα­ρα­μι­κρή αμ­φι­βο­λία για την ύπο­πτη πηγή των χρη­μά­των του γιου του. Συ­μπε­ρι­φέ­ρε­ται υπο­τι­μη­τι­κά στους υφι­στα­μέ­νους του, συμ­με­τέ­χει στα πη­γα­δά­κια με τα χα­ζο­α­στεία των άλλων αστυ­νο­μι­κών. Είναι ο αγα­πη­μέ­νος ανι­ψιός του αστυ­νο­μι­κού διευ­θυ­ντή. Και φυ­σι­κά είναι αυτός που θα πάρει προ­α­γω­γή. Είναι ένας τυ­πι­κός “μπά­τσος”. Δεν υπάρ­χει τί­πο­τα να συ­μπα­θή­σεις πάνω του. Αλλά τότε προ­κύ­πτει η υπό­θε­ση εξι­χνί­α­σης της δο­λο­φο­νί­ας. Και τα πράγ­μα­τα αρ­χί­ζουν να παίρ­νουν άλλη τροπή. Κι ο πρω­τα­γω­νι­στής, επί­σης. Από ένα γρα­νά­ζι στον βρώ­μι­κο και εγκλη­μα­τι­κό μη­χα­νι­σμό της αστυ­νο­μί­ας,  προ­σπα­θεί να φτά­σει την υπό­θε­ση μέχρι το τέλος. Συ­νει­δη­το­ποιώ­ντας από ένα ση­μείο και μετά ότι αυτό το τέλος φτά­νει πολύ ψηλά.

Δίπλα σ’ αυτόν μια συ­γκλο­νι­στι­κά ωραία και “μοι­ραία” γυ­ναί­κα. Τόσο ως θύμα όσο και ως βα­σι­κό στοι­χείο της δια­πλο­κής. Άν­θρω­ποι του με­γά­λου κε­φα­λαί­ου, ερ­γο­λά­βοι και επι­χει­ρη­μα­τί­ες, σε αγα­στή συ­νερ­γα­σία με το κρά­τος και τις μυ­στι­κές υπη­ρε­σί­ες του. Πα­ράλ­λη­λα, συν­θή­κες από­λυ­της φτώ­χειας και εξα­θλί­ω­σης για το με­γα­λύ­τε­ρο μέρος των κα­τοί­κων του Κα­ΐ­ρου εδώ, της Αι­γύ­πτου συ­νο­λι­κό­τε­ρα. Ένα κρά­τος στο χεί­λος της πα­ρακ­μής. Με­τα­νά­στες με τρο­μαγ­μέ­να πρό­σω­πα, που μι­λούν ελά­χι­στα, ζουν κα­θη­με­ρι­νά με τον φόβο της αστυ­νο­μί­ας στον δρόμο, που τους εξευ­τε­λί­ζει με κάθε αφορ­μή, τους μα­ντρώ­νει και τους απε­λαύ­νει. Αστυ­νο­μι­κοί από­λυ­τα πει­στι­κοί στον ρόλο τους ως “μπά­τσοι”, που δεν δι­στά­ζουν να προ­χω­ρούν σε ανα­κρί­σεις με βα­σα­νι­στή­ρια ακόμα και αστυ­νο­μι­κών. Δεν είναι τυ­χαίο ότι οι δια­δη­λώ­σεις ξε­κι­νούν τη μέρα της “Γιορ­τής της Αστυ­νο­μί­ας”, του πιο μι­ση­τού σώ­μα­τος στον κόσμο της Αι­γύ­πτου. Ο κό­σμος μισεί βαθιά τους μπά­τσους και με­το­νο­μά­ζει τη μέρα της γιορ­τής (25 Γε­νά­ρη 2011) σε “Μέρα Οργής”. Θα κα­τε­βούν να δια­δη­λώ­σουν οι πά­ντες, όπως ένας απί­θα­νος οδη­γός ταξί σε μια από τις κα­λύ­τε­ρες σκη­νές του έργου. Τη μέρα αυτή θα ξε­κι­νή­σει και το ντε­λί­ριο κα­τα­στο­λής, με την αστυ­νο­μία πα­νι­κό­βλη­τη να χάνει τον έλεγ­χο, σπέρ­νο­ντας νε­κρούς στους δρό­μους.

Η ται­νία έχει εκεί­νο το μπρε­χτι­κό στοι­χείο της απο­στα­σιο­ποί­η­σης των θε­α­τών από τους ήρωες/ηρω­ί­δα. Σε κα­νέ­να ση­μείο δεν ταυ­τί­ζε­σαι με κά­ποιον από αυ­τούς. Ακόμα κι αν αντι­λαμ­βά­νε­σαι το δράμα της πάμ­φτω­χης μαύ­ρης με­τα­νά­στριας, ακόμα κι αν θυ­μώ­νεις με τον τρόπο που της συ­μπε­ρι­φέ­ρε­ται το αφε­ντι­κό ή ο συ­μπα­τριώ­της της που την εκ­με­ταλ­λεύ­ε­ται, δεν ταυ­τί­ζε­σαι μ’ αυτήν. Είναι λίγο σα να τα πα­ρα­κο­λου­θείς όλα από από­στα­ση. Θυ­μί­ζει ντο­κι­μα­ντέρ. Αλλά από τα κα­λύ­τε­ρα του εί­δους. Χωρίς πε­ριτ­τούς δια­λό­γους, χωρίς φλυα­ρί­ες. Στη λιτή ερώ­τη­ση του πρω­τα­γω­νι­στή προς τη μαύρη κο­πέ­λα “Πει­νάς;”, δεν παίρ­νου­με απά­ντη­ση. Μόνο το συ­γκλο­νι­στι­κό βλέμ­μα της ηρω­ί­δας έξω από το πα­ρά­θυ­ρο του αυ­το­κι­νή­του την ώρα που προ­σπα­θούν να ξε­φύ­γουν. Στην αμέ­σως επό­με­νη, όμως, σκηνή τη βλέ­που­με να τρώει κάτι πρό­χει­ρο, αγο­ρα­σμέ­νο από τον ίδιο τον μπά­τσο στον δρόμο. Καμία φλυα­ρία. Κα­νέ­να τρα­βηγ­μέ­νο απ’ τα μαλ­λιά συ­ναι­σθη­μα­τι­κό ξέ­σπα­σμα/νοιά­ξι­μο του αστυ­νο­μι­κού -που δύ­σκο­λα θα δι­καιο­λο­γού­νταν άλ­λω­στε. Τί­πο­τα. Ο σκη­νο­θέ­της είναι πολύ προ­σε­κτι­κός και δεν εκ­βιά­ζει τη συ­ναι­σθη­μα­τι­κή σου αντί­δρα­ση. Κι αυτό είναι εξαι­ρε­τι­κό. Κα­τα­φέρ­νει έτσι να κάνει μια ξε­κά­θα­ρα πο­λι­τι­κή ται­νία, αφη­γού­με­νος “απλώς” την εξι­χνί­α­ση μιας δο­λο­φο­νί­ας και την προ­σπά­θεια κρα­τι­κής συ­γκά­λυ­ψής της.

Γιατί αξί­ζει να δει κά­ποια/κά­ποιος αυτή την ται­νία;

Για όλα τα πα­ρα­πά­νω που υπο­δειγ­μα­τι­κά κα­τα­φέρ­νει ο Σαλέχ, αλλά και για κάτι επι­πλέ­ον: Ίσως και μόνο για την εμπνευ­σμέ­νη τε­λευ­ταία σκηνή, που ανα­τρέ­πει όλα τα κλισέ των αστυ­νο­μι­κών ται­νιών. Και δεν εν­δια­φέ­ρε­σαι πια κα­θό­λου για το αν έχει επέλ­θει “κά­θαρ­ση” (μάλ­λον όχι) ούτε για το προ­σω­πι­κό δράμα και την εσω­τε­ρι­κή αντί­φα­ση που έχει να δια­χει­ρι­στεί ένας αστυ­νο­μι­κός. Κι αυτό, γιατί μπρο­στά σου ξε­τυ­λί­γε­ται η εξέ­γερ­ση, που ενέ­πλε­ξε εκα­τομ­μύ­ρια αν­θρώ­πων, με το μι­σο­σβη­σμέ­νο πρό­σω­πο του Μου­μπά­ρακ σε μια γι­γα­ντο­α­φί­σα, με το πο­τά­μι των δια­δη­λω­τών να βα­δί­ζει προς την Τα­χρίρ, με όλη τη με­γα­λο­πρέ­πεια, τη συ­γκί­νη­ση και την αλή­θεια που κου­βα­λούν όσες και όσοι θέ­λουν να ξε­μπερ­δεύ­ουν με ένα διε­φθαρ­μέ­νο και σάπιο παρόν.

Και ανα­λαμ­βά­νουν την ευ­θύ­νη να το κά­νουν.

 

134

ΚΑΝΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ

Γράψτε μια απάντηση