Ακόμη κι ένα πρωινό σαν κι αυτό, που ο αέρας φουσκώνει τη θάλασσα, δύο μαύρες κουκκίδες πλέουν στο βάθος του ορίζοντα. Είναι πλαστικές βάρκες που μόλις ξεκίνησαν από τα τουρκικά παράλια, υπερφορτωμένες με άντρες, γυναίκες και παιδιά.
Αν μπορούσε η 85χρονη Μαρίτσα Μαυραπίδη θα κατηφόριζε τον παράδρομο που από την εξώπορτά της οδηγεί στην παραλία της Σκάλας Συκαμιάς, θα περίμενε εκεί –όπως έχει κάνει τόσες φορές στο παρελθόν– και θα τους υποδεχόταν όλους με χαμόγελο. Αλλωστε γνωρίζει και η ίδια από προσφυγιά.
«Οι μάνες μας ήρθαν πρόσφυγες από την Τουρκία, απέναντι, και ήταν ακόμα κοπέλες. Ηρθαν χωρίς ρούχα, χωρίς τίποτα», λέει. «Γι’ αυτό και τους λυπούμαστε τους μετανάστες».
Η Μαρίτσα Μαυραπίδη ξεκινά τη μέρα της με αγροτικές εργασίες.
Το τελευταίο διάστημα προτιμά να βγαίνει μόνο όταν «έχει καλοσύνη». Μαζί της στην υποδοχή των νεοαφιχθέντων προσφύγων θα ήθελαν να βρίσκονται και οι ξαδέρφες της, η 83χρονη Μηλίτσα Καμβύση και η 89χρονη Ευστρατία Μαυραπίδη. Και αυτές όμως αποφεύγουν να κυκλοφορούν έξω τις ημέρες με αέρα.
«Αυτό το πράγμα δεν το περιμέναμε Παναγιά μου, να έρχονται με τη φουρτούνα οι άνθρωποι» λέει η κ. Μαρίτσα. «Το πιστεύεις ότι μόλις βγουν από τη βάρκα κάνουν μετάνοιες και φιλούν τη γη; Είναι να τους λυπάσαι. Πολλά μωρά, μωρέλια… Η καρδιά σου πονεί να βλέπεις τα χάλια του μωρού, να τρέμει, να κρυώνει».
Καθόμαστε μαζί με τις τρεις γυναίκες στο ισόγειο του σπιτιού της κ. Μηλίτσας. Στην πίσω πλευρά του κτιρίου ξεκινά ο ελαιώνας του χωριού και από μπροστά φαίνεται η θάλασσα. «Μένω εδώ γιατί στον πρώτο όροφο φιλοξενώ εθελοντές που βοηθούν τους πρόσφυγες» λέει.